We'll always have Paris - μέρα 3η: To Όρμπιτ πρέπει να πεθάνει
Έχοντας ξεμπερδέψει με τα μουσεία, σήμερα είμαι άνετος. Βέβαια ξαναξυπνάω νωρίς (το εγερτήριο παραμένει στις 8 και ας είμαι κουρασμένος) αλλά δεν με πειράζει, μπορώ να καταναλώσω όση ώρα θέλω στο πρωινό. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν έχει αλλάξει πάλι. Την πρώτη μέρα ήταν ένας νεαρός λευκός, την δεύτερη μια μαύρη με ράστα και τώρα πετυχαίνω τον Danny Glover. Βγαίνω από το ξενοδοχείο και μπλέκομαι πάλι με τον κόσμο στο παζάρι, κάνοντας στάση στο Brioche Doree. Ένας χυμός πορτοκάλι και ένα pain au chocolat για να ξεκινήσει η μέρα με ενέργεια, ρίχνω μια ματιά να δω αν μπορώ να καταλάβω κάτι από τη Le Monde (δεν μπορώ) οπότε αφιερώνω τον χρόνο μου στο να παρατηρήσω μια μια τις λιχουδιές που προσφέρει το μαγαζί (μετά κατάλαβα ότι πρόκειται για αλυσίδα). Είναι πολλά αυτά που θα ήθελα να δοκιμάσω αλλά δεν ενδείκνυται, πρωί πρωί. Σηκώνομαι, τραβώντας φωτογραφία το μέρος (η υπάλληλος κρύφτηκε για να βγει καλύτερη η φωτογραφία όπως είπε) και οπλισμένος ΚΑΙ με σκούφο αυτή τη φορά παίρνω την γραμμή δυο και κατεβαίνω Pigalle.
Βασικά, για Μονμάρτρη η στάση είναι η Anvers αλλά μιας που η Άλκηστη μου είχε πει να μην πάω από Pigalle, ήταν φυσικό να κατέβω εκεί. Το πρώτο πράγμα που βλέπεις βγαίνοντας από το μετρό είναι το Moulin Rouge. Με μια δεύτερη ματιά, βλέπεις ότι η περιοχή είναι γεμάτη sex shop και live show - άρα και κακόφημη εξ ορισμού. Λεφτά δεν κουβαλάω πολλά και η μηχανή μου είναι μια Kodak μιας χρήσης οπότε τι να μου κλέψουν; Αποφασίζω να το κόψω με τα πόδια. Το χιόνι πλέον έχει καλύψει τα πάντα και σήμερα φοράω αναγκαστικά τις μπότες. Η περιοχή που διασχίζω δεν έχει κάτι το χαρακτηριστικό (εκτός από τα μαγαζιά που ανέφερα) και μιας που, η αλήθεια να λέγεται, δεν μπαίνω στα στενάκια, Μονμάρτρη μυρίζει μόνο πλησιάζοντας στην στάση Anvers. Δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο προορισμό αλλά πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσω από τα δύσκολα: Να ανέβω στην Sacre Coeur. To παχύ χιόνι και οι βαριές μπότες μου δυσκολεύουν τα πράγματα, σε συνδυασμό με την ανηφόρα και τα άφθονα σκαλιά. Κάνω τουλάχιστον δύο ενδιάμεσες στάσεις κοιτώντας τον χάρτη για να κρύψω το γεγονός ότι ασθμαίνω με δυσκολία και συνεχίζω πιάνοντας την κουβέντα με ένα γκρουπάκι γιαπωνέζες, οι οποίες με ρωτάνε τι είναι «εκείνο εκεί». Το «εκείνο εκεί» είναι η διόλου ευκαταφρόνητη Sacre Coeur, μια πολύ όμορφη εκκλησία πάνω στο λόφο της Μονμάρτρης και πουλάω μούρη στα χαζογιαπωνεζάκια με κάτι ψιλά που έχω διαβάσει στον οδηγό το ίδιο πρωί.
Συνεχίζουμε μαζί την πορεία στην κορυφή και επισκεπτόμαστε το εσωτερικό της εκκλησίας που είναι όντως πολύ όμορφο. Από τον λόφο δεν φαίνονται και πολλά, η ορατότητα είναι σημαντικά περιορισμένη. Τραβάμε φωτογραφίες όπως και να χει και μετά πίνουμε κάτι σε ένα από τα καφέ που συναντάμε κατεβαίνοντας από τον λόφο. Μαθαίνω ότι έχουν τελειώσει το σχολείο και οι δικοί τους τα έστειλαν ταξίδι-βραβείο στην Ευρώπη. Οι δικοί μου θεώρησαν τόσο αυτονόητο ότι έπρεπε να τελειώσω το σχολείο που δεν φιλοτιμήθηκαν να με στείλουν στην Γιοκοχάμα... Με χαιρετούν με υποκλίσεις και εγώ συνεχίζω προς άγνωστη κατεύθυνση, με την ελπίδα να συναντήσω κάποια Location από την Αmelie. Σταματάω σε ένα από τα πολλά μαγαζιά με σουβενίρ για να πάρω μερικές κάρτες ενώ από ένα μικρό σουπερμαρκετ αγοράζω ένα λίτρο χυμό πορτοκαλάδα που βάζω στην τσάντα που κουβαλάω. Συνεχίζω μέσα στο κρύο, περνώντας όμορφα μπαρ και στενά δρομάκια αλλά μην ξέροντας αν υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να δω. Σε μια γωνία βγάζω και πάλι τον χάρτη για να δω που διάβολο είμαι και δύο ηλικιωμένες Γαλλίδες σπεύδουν να με ρωτήσουν αν έχω χαθεί. Αφού κάνουν μια μίνι σύσκεψη (στην οποία μετά από λίγο συμμετείχε και ένα τραβεστί από το Udine) με στέλνουν στην κατεύθυνση από την οποία είχα φτάσει, λέγοντας μου να στρίψω προς το λόφο. Τις ευχαριστώ και γυρίζω πίσω, λίγο δύσπιστος.
Όντως είχα χάσει μια σημαντική περιοχή και με νέο κουράγιο συνεχίζω το περπάτημα. Μια μαύρη με πλησιάζει λέγοντας μου «Bonjour monsieur» ζητώντας πληροφορίες για το που είναι το δημαρχείο της ζώνης. Δεν έχω ιδέα φυσικά αλλά με τη βοήθεια του χάρτη το βρίσκει (στο περίπου) και κάνουμε ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου μαζί. Μαθαίνω ότι τη λένε Wendy, είναι Καμερουνέζα και ότι ζει στο Κατάρ, όπου είναι παντρεμένη, και ασχολείται με την παραγωγή ταινιών (άντε Θωμά, για σένα δουλεύω!). Σκέφτομαι να της προτείνω το Super Tom, για full feature αλλά συγκρατούμαι. Εγώ φοράω μπότες και αυτή αθλητικά, αν αρχίσει να τρέχει δεν την φτάνω. Συνεχίζουμε να ψάχνουμε το δημαρχείο και μου λέει ότι ουσιαστικά δεν θέλει το δημαρχείο αλλά ένα γυμναστήριο που της είπαν ότι είναι κοντά. Σχεδιάζει να μεταφερθεί στο Παρίσι και θέλει να βρει ένα γυμναστήριο για να μην χάσει την φυσική της κατάσταση. Τελικά μετά από πολύ δρόμο ανακαλύπτουμε το γυμναστήριο (Club Montmartrois, στην Rue Duheme ) και εκεί ένα απίστευτο σκυλί 80% Πέγκυ Ζήνα και 20% Στανίση της δίνει τις πληροφορίες που ήθελε (119 ευρώ το μήνα!!). Φεύγοντας, η Wendy προσφέρεται να μου δείξει το μανάβικο του κύριου Collignon από την Amelie, το οποίο είναι πραγματικά μια τρύπα. Ο Collignon δεν ήταν εκεί, οι καρτ ποστάλ και τα CD που πουλάει (στα οποία τραγουδάει ο ίδιος γνωστές επιτυχίες) με κάνουν να καταλάβω ότι ο τύπος έχει γίνει σταρ και δεν πολυπατάει στο μανάβικο. Τη δουλειά έχει αναλάβει ο συμπαθέστατος Rashid, που έχει συνηθίσει μάλλον την κίνηση γιατί με τραβάει πολύ πρόθυμα φωτογραφία μπροστά στο μαγαζί. Αγοράζω και μια σοκολάτα.
Αφού αποχαιρετώ την Wendy,παίρνοντας το mail της, αρχίζω να κατηφορίζω προς το μετρό. Έχω πεινάσει και παίρνω μια μικρή μπαγκέτα με κοτόπουλο από το μικρό και πολύ καλοφροντισμένο φούρνο Μireille et Michel Carnet (Rue Lepic 40),και τραβάω και μια φωτογραφία .Μασουλώντας κατεβαίνω την πολυσύχναστη Rue Lepic όταν, σχεδόν χωρίς να το προσέξω, περνάω έξω από το Cafe des Deux Moulins, πάλι από το φιλμ Αmelie.Φυσικά τέτοια ώρα είναι γεμάτο αλλά δεν είχα σκοπό να καθίσω ούτως η άλλως. Φτάνω στο μετρό (Αnvers) και στην επόμενη στάση (Βarbes Rochechouart) αλλάζω γραμμή και παίρνω την 4. Αποφασίζω να κατέβω στο Les Halles και να συνεχίσω με τα πόδια προς Ile Della Cite. Η κίνηση του βαγονιού με νανουρίζει και νιώθω χαλαρός, μέχρι που σε κάποια στάση κάποιος από τη Μέση ανατολή μπαίνει κουβαλώντας ένα ηχείο και ένα κασετόφωνο και, αφού βάλει μουσική στο φουλ, αρχίζει να τραγουδάει το Dragostea. Ο σουρεαλισμός της στιγμής είναι έντονος και γίνεται ακόμα μεγαλύτερος όταν καταλαβαίνω ότι ο τύπος έχει το θράσος να απαιτεί πληρωμή. Θα του έδινα 10 σεντς μόνο και μόνο για την καλή θέληση αλλά πιστεύω ότι αυτό θα του ‘δινε κουράγιο να συνεχίζει με δεύτερο τραγούδι και οι επιβάτες θα με λύντσαραν.
Κατεβαίνω στο πολυσύχναστο Les Halles και αρχίζω να περιφέρομαι σαν αποκεφαλισμένο κοτόπουλο, χωρίς να κοιτάω καν τις οδούς. Μόνο όταν φτάνω στον μεγάλο δρόμο Rue St Dennis αποφασίζω να ελέγξω το όνομα, γιατί τα μαγαζιά που βρίσκονται εκεί έχουν μια ιδιότυπη διάταξη. Ακολουθούν το σχήμα Sex Show-Kebab-Sex Show-Kebab,προφανώς το ένα στηρίζει το άλλο προσφέροντας ή καταναλώνοντας ενέργεια από τον άμοιρο επισκέπτη. Αφού προσανατολίζομαι με γνώμονα το μαγαζί που προσφέρει Ταιλανδέζικο «πλήρες»(τα εισαγωγικά υπάρχουν και στην πινακίδα) μασάζ για 30 ευρώ, αλλάζω κατεύθυνση και πάω προς Notre Dame.
Εκεί κάπου το Παρίσι γίνεται πραγματική μαγεία. Το Ile Della Cite και ο Σηκουάνας με τα υπέροχα κτίρια από τις δυο πλευρές του είναι καταπληκτικό θέαμα αλλά ακόμα πιο όμορφο είναι το Quartier Latin, ένας λαβύρινθος από σοκάκια με καφέ, εστιατόρια και μαγαζιά με σουβενίρ που θυμίζουν Μοναστηράκι - χωρίς τη γυφτιά. Τα κινέζικα, Λιβανέζικα και Ελληνικά εστιατόρια είναι άφθονα (και ο γύρος πάντα παρών) αλλά δεν θέλω να φάω σαβούρα. Αρχίζω να αναζητώ κάτι καλό, ή τουλάχιστον κάτι όχι πρόχειρο και πέφτω πάνω στο Le Bistrot Saint Emilian (Rue De la Harpe 43). Αν υπάρχει ένα μέρος που προσδιορίζει το κιτς ως στυλ διακόσμησης, τότε είναι αυτό. Με πολύ ξύλο στους τοίχους μεν, αλλά με πιο πολλά βαλσαμωμένα ζώα και από μπαρμπεκιάδικο στο Texas. Κάθομαι σε ένα τραπέζι με θέα το κεφάλι μιας αρκούδας και νομίζω ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστεί ο Vincent Pryce να πάρει παραγγελία. Τελικά, αφού μελετάω το μενού παίρνω μια κρεμμυδόσουπα ογκρατέν και για δεύτερο πιάτο έναν κόκορα κρασάτο. Η ζεστή σούπα (πολύ ιδιαίτερη σαν γεύση) και το κοκοράκι (κικιρικικι) μου φέρνουν μια γλυκιά νύστα.
Αράζω στην καρέκλα με την ενέργεια μου να πέφτει και ακούω τους διαλόγους από τις τρεις πατσούρες αμερικάνες που τρώνε δίπλα μου. Η μία από αυτές μιλάει για τον πρώην της και λέει στις άλλες ότι ήταν τόσο ελλιπώς προικισμένος από τη φύση που τον αποκαλούσε «πόμολο». Ανοίγω με κόπο τα μάτια για να την παρατηρήσω καλύτερα: Eίναι τόσο άσχημη που μπορεί ο πρώην της να ήταν πραγματική πόρτα. Οι άλλες δυο, με μέσο όρο βάρους 150 κιλά μιλάνε για την δίαιτα Άτκινς και αποφασίζουν να μην πάρουν γλυκό. Η πομολόφιλη ρωτάει τον σερβιτόρο αν επιτρέπεται το κάπνισμα και όταν αυτός της λέει ότι τυπικά επιτρέπεται αλλά θα το εκτιμούσε αν δεν το άναβε εκείνη τη στιγμή εκείνη λέει στις φίλες της «Θα το ανάψω. Για μένα είναι μια κίνηση επανάστασης»-η μοναδική επανάσταση που μπορεί να κάνει πριν ξαναρχίσει να πνίγει τη μοναξιά της στο παγωτό και τις ηλίθιες sitcom. Η γιαπωνέζα που τρώει στο μπροστινό τραπέζι τραβάει φωτογραφία το προφιτερόλ της.
Βγαίνω ικανοποιημένος από το εστιατόριο και μπαίνω για λίγο στο μαγαζί με τα σουβενίρ ακριβώς απέναντι. Αποφασίζω να μην ψωνίσω κυρίως γιατί η έγχρωμη ιδιοκτήτρια με ακολουθεί συνεχώς λες και η ζωή μου θα ολοκληρωθεί αν κλέψω έναν τσίγγινο πύργο του Άιφελ των 2 ευρώ. Συνεχίζω να περιπλανιέμαι στην περιοχή μέχρι που η μυρωδία του γύρου μου προκαλεί δυσφορία, όπως και οι ιδιοκτήτες των γυράδικων που έχουν βγει στο δρόμο με τα μενού και προσπαθούν με διαρκή «bonjour, goodmorning, buongiorno» να σε πείσουν να φας στο εστιατόριο Μήλος, Μύκονος ή Καρυάτιδα. Κατευθύνομαι και πάλι προς Ile De La Cite, όταν αρχίζω να καταλαβαίνω ότι έχω κάποιο μικροπρόβλημα: Τα ταλαιπωρημένα πόδια μου έχουν γεμίσει φουσκάλες από το περπάτημα. Φτάνω, σχεδόν σέρνοντας τα παπούτσια μου, στην πλατεία St Andre Des Arts και κάθομαι στο La Gentilhommiere (Place St Andres Des Arts 15) για μια σοκολάτα.
Τελικά μένω τουλάχιστον μιάμιση ώρα εκεί, γράφοντας κάρτες και παρατηρώντας την έντονη-παρόλη τη βροχή-κίνηση. Όταν νιώθω λίγο καλύτερα ξαναβγαίνω στο δρόμο και με κόπο φτάνω πάλι στην Rue St Dennis, γεμάτη από κόσμο. Στα δύο βήματα από εκεί είναι το Centre Pompidou αλλά αυτό θα το μάθω την επόμενη μέρα. Προς το παρόν, βρίσκω χοντρικά την κατεύθυνση προς Champs Elysees και πεισμωμένος αποφασίζω να περπατήσω. Λάθος απόφαση όσον αφορά την κατάστασή μου αλλά οι δρόμοι που περνάω είναι πολύ όμορφοι-και χωρίς να το έχω υπολογίσει καταλήγω μπροστά στην Όπερα. Αφού εξαντλήσω και τις τελευταίες στάσεις του φιλμ σέρνω μαρτυρικά τα πόδια μου προς την Place De La Concorde, όπου στις 7 πρέπει να συναντηθώ με την Αmy. Δεν έχω πολλή όρεξη και δεν με πειράζει αν δεν εμφανιστεί, δεν είμαι ούτε πρωταγωνιστής του Linklater ούτε ο Rick του Casablanca για να στενοχωρηθώ. Βαριέμαι και θέλω να πάω στο ξενοδοχείο αλλά είναι θέμα τιμής: Δεν έχω αργήσει ποτέ σε ραντεβού και δεν θα το κάνω στο Παρίσι και ας νιώθω σαν να έχω γεμίσει τα παπούτσια μου με στραγάλια. Κάθομαι για να περάσει η ώρα στο Le Surville (Rue de Saussaies,νούμερο που δεν θυμάμαι). Στις 7 βρίσκομαι στον Οβελίσκο της Place De La Concorde-σε δύο λεπτά εμφανίζεται και η Amy.
Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι και η ηλίθια Αμερικάνα έχει διάθεση για καβγά. Μόλις πλησιάζω για να την χαιρετίσω δια ασπασμού τραβιέται και μου λέει «You know, nothing personal, but I don’t feel comfortable with all this personal contact here in Εurope. It’s an American thing».Υποθέτω ότι κάνει πλάκα, αλλά είναι σοβαρότατη. Της απαντάω «When they say that Americans are fucked up in the brain I guess it’s true». Δεν ξέρουμε που θα πάμε να φάμε και της προτείνω το Saint Germain De Pres μόνο και μόνο για να εισπράξω την απάντηση «WHAT? We re gonna walk all the way over there?» με μια ξυνισμένη μούρη. Της λέω ότι εγώ εκεί θα πάω και ακολουθεί. Βρίσκουμε ένα ανοιχτό εστιατόριο (με τον πιο ευγενικό σερβιτόρο του Παρισιού) και τρώω πάπια με αρωματικά χόρτα Προβηγκίας (σσσσσσσς) και πουρέ. Η Amy παραγγέλνει κρέας το οποίο βρίσκει κακοψημένο και σχεδόν δεν το αγγίζει. Με ρωτάει διάφορα, όπως γιατί στην Ευρώπη πρέπει να ακουμπάμε το καζανάκι και δεν είναι αυτόματο, ή γιατί πρέπει να πατάμε το σαπούνι και δεν έχει φωτοκύτταρο. Ελπίζω να μην περιμένει κεράσμα, γιατί πληρώνω τα δικά μου και αφού λέμε τα στάνταρ «καλό ταξίδι, καλές διακοπές κλπ» παίρνω την γραμμή 12 και σε 20 λεπτά είμαι στο δωμάτιο.
Οι φουσκάλες στα πόδια μου έχουν γίνει συνδικάτο και απαιτούν καλύτερη μεταχείριση. Σπάω μια για εκφοβισμό αλλά η βία ανέκαθεν χειροτερεύει τα πράγματα. Έτσι και τώρα. Πέφτω για ύπνο αφήνοντας την τηλεόραση ανοιχτή, με τα άψογα γαλλικά κάποιας τυχαίας παρουσιάστριας να με νανουρίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου