We'll always have Paris - μέρα 4η: Όπου κάνει την εμφάνισή του ο Popalong Cassidy
Το ξύπνημα σήμερα είναι πιο δύσκολο απ’ότι συνήθως. Το πάπλωμα με κρατάει καρφωμένο στη θέση μου σαν πρωταθλητής της ελληνορωμαικής και η τηλεόραση έχει μείνει ανοιχτή από το προηγούμενο βράδυ. Τα σεξουαλικά μου όνειρα είναι σαφώς επηρεασμένα μιας και αντί για 18χρονες Τσέχες πλέον πρωταγωνιστούν νόστιμες Γαλλιδούλες που δεν μου απευθύνουν τίποτα πιο περίπλοκο από απλά «oh la la!». Δεν έχω καν το κουράγιο να σηκώσω το κεφάλι μου για να δω τι καιρό κάνει. Αν έχει ακόμα χιόνι, ορκίζομαι ότι θα πάω στη μέσω των Jardins Des Tuileries για πικνίκ και θα περιμένω να παγώσω όπως ο Jack Nicholson στo Shining. Προσπαθώ να συνέλθω. Το γεγονός ότι είναι η τέταρτη μέρα μου στο Παρίσι με θλίβει, μιας που η απαισιόδοξη φύση μου σκέφτεται ήδη ότι έχω περάσει το turning point και ότι πρέπει να σκεφτώ να βγάλω το εισιτήριο επιστροφής. Η σκέψη ότι είμαι ηλίθιος περνάει από το μυαλό μου στυλάτη και ασπρόμαυρη, σαν το τρέιλερ του Sin City αλλά την καταχωνιάζω στα συρτάρια του μυαλού μου σαν απλήρωτο λογαριασμό που θα επανέλθει στο προσκήνιο μόνο όταν μου κόψουν το ρεύμα. Αποφασίζω ότι ο χρόνος είναι εναντίον μου και πρέπει να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Τινάζω από πάνω μου το πάπλωμα με προδοτική κίνηση και στέκομαι αμέσως στα πόδια μου.
Η ξαφνική πνοή ενέργειας πεθαίνει άδοξα όταν καταλαβαίνω ότι οι φουσκάλες δεν έσπασαν τα μπλόκα στην εθνική οδό της πατούσας μου αλλά έφεραν μαζί και τις οικογένειές τους και ψήνουν αρνιά. Είμαι απελπισμένος, νιώθω τη μέρα μου ήδη χαμένη και αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να τηλεφωνήσω στη ρεσεψιόν για να ζητήσω να μου ενεργοποιήσουν τα συνδρομητικά κανάλια. Μόλις 12 ευρώ τη μέρα και έχεις στη διάθεσή σου με ένα κουμπί αριστουργήματα όπως Alien Vs Predator, White Chicks (τα οποία διαφημίζει χωρίς ντροπή το φυλλάδιο που η Serena Williams αφήνει στο δωμάτιο μου όταν λείπω) καθώς και δύο κανάλια με συνεχείς ταινίες σεξ. Ανώφελο, μιας και καμία από τις σιλικονάτες πορνοστάρ δεν θα είναι διατεθειμένη να κάνει όσα βλέπω εγώ στον ύπνο μου. Κουτσαίνοντας φτάνω στο παράθυρο (η απόσταση είναι ένα μικρό βήμα για έναν άνθρωπο αλλά ένα τεράστιο για τα πληγωμένα πόδια μου) και τραβάω την κουρτίνα. Χιόνι δεν υπάρχει και είναι ενθαρρυντικό. Υπάρχει ήλιος, το οποίο είναι επίσης ενθαρρυντικό αλλά δεν τον πολυεμπιστεύομαι. Δεν έχω πρόγραμμα για σήμερα, δεν ξέρω πόσο θα περπατήσω ή πόσο χρόνο θα περάσω σε καφέ και brasseries αλλά αποφασίζω να πάρω στην τσάντα μου γάντια. Ντύνομαι στα γρήγορα, κατεβαίνω στο ισόγειο (που μυρίζει αόριστα βραστό κρέας) αφήνω το κλειδί σε μια ανώνυμη φάτσα στην ρεσεψιόν και βγαίνω.
Κάνει κρύο. Ο ήλιος είναι παρών αλλά αδιαφορεί σαν πρώην γκόμενα στην πρώτη κοινή συνάντηση με φίλους. Η Rue de Levis είναι όπως πάντα πολυσύχναστη, αλλά όπως ξέρει όποιος έχει ασχοληθεί με αθλητισμό, ότι και να συμβεί εσύ δεν χάνεις από τα μάτια τον παίχτη σου. Ο δικός μου παίχτης λέγεται La Brioche Doree και κάθομαι στο τραπέζι που έχω αρχίσει και συμπαθώ. Παραγγέλνω ένα χυμό πορτοκάλι και ένα κρουασάν μήλο, προσπαθώντας να καταλάβω τι διάλο μου λέει η ιδιοκτήτρια η οποία προσπαθεί να μου τραβήξει την προσοχή σε μια αφίσα. Κατά τα φαινόμενα, το Brioche Doree κάθε μέρα βγάζει κάθε μέρα και από μια προσφορά και σήμερα αν παραγγείλω και μια ζεστή σοκολάτα παίρνω τζάμπα ακόμα ένα κρουασάν. Ποιος είμαι εγώ για να αντισταθώ στις σειρήνες του μάρκετινγκ; Παίρνω μια σοκολάτα και ζητάω ένα pain au chocolat. Κάθομαι στο τραπέζι και προσπαθώ να βρω μια δικαιολογία για να καταβροχθίσω ένα τόσο πλούσιο πρωινό. «Κάνει κρύο» λέω και το ευσυνείδητο μισό μου απαντάει «σε μια ωρίτσα πάλι θα θέλεις να καθίσεις κάπου και να πάρεις κάτι. Θα σκάσεις, αμάν πια». «Ναι αλλά έχω περπάτημα σήμερα, χρειάζομαι ενέργεια» επιμένω, περνώντας από σκάνερ το pain au chocolat για να βρω τη λιγότερη οχυρωμένη πλευρά του. «Σκατά», έρχεται η απάντηση, «έτσι που είναι τα πόδια σου την περισσότερη μέρα θα την περάσεις καθιστός ή ξάπλα».
Εκνευρισμένος, δίνω στο άλλο μου μισό 5 ευρώ και τη μέρα off για να πάει να παίξει ηλεκτρονικά αλλά η αλήθεια είναι ότι το πρωινό είναι υπερβολικό. Πίνω το χυμό, τρώω το κρουασάν με το μήλο, πίνω δυο γουλιές σοκολάτα και βάζω το Pain au chocolat στην τσάντα, τυλιγμένο με χαρτοπετσέτες. Λέω το πιο ευγενικό "au revoir" που μπορώ να μανατζάρω χωρίς να ακουστώ φλώρος και βαδίζω προς την Boulevard de Courcelles όπου είναι και το μετρό. Προσπαθώ να αποφασίσω που ακριβώς να πάω: Μονμάρτρη όχι, αν και είναι κοντά. Προτιμώ να δω καλύτερα το Saint Germain de Pres και από εκεί, περπατώντας αν μου το επιτρέπουν τα πόδια μου, πάλι στο Quartier Latin περνώντας και πάλι από Notre Dame. Ο πιο φωτεινός ουρανός θα με βοηθήσει να βγάλω και καλύτερες φωτογραφίες. Παίρνω τη γραμμή 3 και μετά από 2 στάσεις κατεβαίνω στην Gare Saint Lazare για την ανταπόκριση με την 12. Είναι μόλις πέντε στάσεις μέχρι την Rue Du Bac, από όπου έχω ξαναπεράσει την δεύτερη μέρα, αλλά προλαβαίνω έναν ερασιτέχνη βιολιτζή που εισβάλλει με το έτσι θέλω στο βαγόνι και παίζει μια άγνωστη μελωδία που εμένα με χτυπάει κατευθείαν στο συκώτι. Βγαίνω αγριεμένος μια στάση νωρίτερα.
Ομολογώ ότι κάτω από το φως του ήλιου η περιοχή είναι πολύ όμορφη και η κίνηση σημαντικά αυξημένη από ότι την Τρίτη, που τυλιγμένη στο σκοτάδι θύμιζε Μόρντορ. Έχω πλήρη άγνοια για τις ατραξιόν που μπορώ να δω οπότε, ως γνήσιος φαν του Ford Prefect, ανοίγω τον πιστό μου οδηγό και κοιτάω τα σχέδια. Υπάρχει η εκκλησία Saint Germain de Pres πάνω στην ομώνυμη λεωφόρο οπότε καλύτερα να βαδίσω προς τα εκεί. Περνάω πάλι έξω από την brasserie του Καμαμπέρ και της ομελέτας και τα περιποιημένα ζαχαροπλαστεία της περιοχής (βγάζοντας φωτογραφία κανά δυο βιτρίνες με προκλητικά εκλέρ). Σύμφωνα με τον οδηγό στο δρόμο μου υπάρχουν δυο πολύ γνωστά καφέ, το Les Deux Magots και το Cafe de Flore, και τα δύο στέκια των Παριζιάνων - και όχι μόνο - διανοούμενων του αιώνα που πέρασε. Δεν αξίζει όμως τον κόπο να πληρώσω 8 ευρώ για μια σοκολάτα μόνο και μόνο για να πιω καφέ στο ίδιο μέρος όπου κάποτε έπινε ο Hemingway οπότε προτιμώ να αγοράσω 2-3 κάρτες από ένα περιποιημένο βιβλιοπωλείο εκεί δίπλα. Αρχίζω να νιώθω τα πόδια μου να καίνε και κάνω στάση στην εκκλησία, περνώντας ένα δεκάλεπτο καθισμένος. Δεν βλέπω κάποια βελτίωση-η υπέρτατη οντότητα δεν ασχολείται με τέτοια ασήμαντα θέματα αν και κατά το «κατ εικόνα και καθ ομοίωση» θα ‘πρεπε και η ίδια να ξέρει τι ζόρι είναι. Βγαίνω από την εκκλησία και δίνω πενήντα σεντς στον ζητιάνο απέξω όταν, μετά από 10 βήματα θυμάμαι το κρουασάν που έχω και επιστρέφω να του το δώσω. Πιάνουμε κουβέντα και μου λέει ότι είναι Ούγγρος που έχει περάσει και από Κρήτη, από την οποία εκτίμησε το τοπίο αλλά λιγότερο τους ανθρώπους. Exactly MY FUCKING POINT OF VIEW. Tον χαιρετάω και κατευθύνομαι προς την Rue de Buci και τα κοντινά στενά.
Κόσμος και κοσμάκης έχει βγει να πάρει μια δόση από ήλιο και εγώ κάνω το ίδιο. Θυμάμαι ότι κάπου εκεί είναι και στο σπίτι όπου έζησε ο Victor Hugo, το οποίο σύμφωνα με την Άλκηστη μπορείς να επισκεφθείς. Με βγάζει λίγο εκτός δρόμου μιας που πρέπει να πάω από εκεί που ήρθα. Ο δρόμος είναι πολύ γραφικός αλλά εκτός από μια ταμπέλα δεν βλέπω κάπου είσοδο για να μπω. Σημειώνω στο μυαλό μου να μην στείλω κάρτα στην Άλκηστη. Αποφασίζω ότι είναι ώρα να κατευθυνθώ προς το αγαπημένο μου Quartier Latin. Με μεγάλα έξοδα σε ενέργεια κατευθύνομαι προς τον Σηκουάνα που έχει ένα πράσινο, αλλά όχι τροπικό, χρώμα και βαδίζω προς Ile De La Cite. Απολαμβάνω το πανόραμα τραβώντας μερικές φωτογραφίες εδώ και κει, περισσότερο για να δικαιολογήσω μερικές σύντομες στάσεις παρά γιατί τις έχω απόλυτη ανάγκη. Το παγκόσμιο χωριό γιορτάζει σήμερα. Τα ρώσικα μπλέκονται με τα ισπανικά, Γιαπωνέζοι τραβάνε φωτογραφία αφρικάνους και Πολωνοί αγκαλιά με Γερμανούς συζητούν για το 1939. Φτάνω στην Place Du Petit Pont και επιτέλους, πιστεύω ότι κέρδισα το δικαίωμα να μπορώ να καθίσω σε ένα παγκάκι και απλά να χαζέψω την κίνηση. Ξαφνικά θυμάμαι ότι πρέπει να πάρω και ένα τηλέφωνο την μυστηριώδη Νάνσυ, για να κανονίσουμε που να βρεθούμε. Κοντά μου βρίσκονται τέσσερα τηλέφωνα τα οποία όλα φτύνουν την κάρτα μου. Βρίζω θεούς, δαίμονες και τον Γαλλικό ΟΤΕ μέχρι που καταλαβαίνω ότι η κάρτα μου άδειασε. Ζητάω συγνώμη από τον Γαλλικό ΟΤΕ αλλά όχι από τους υπόλοιπους, στους οποίους ούτως ή άλλους τα έχω κρατημένα από καιρό. Άλλα 7,5 ευρώ ακολουθούν το μόνοδρομο που οδηγεί έξω από την τσέπη μου (και που τώρα τελευταία γνώρισε απίστευτες εξόδους) και με τη νέα μου κάρτα επιστρέφω στο θάλαμο. I m back you bastard. Παίρνω το νούμερο.
Η Βίκυ, και κυρίως η κουρασμένη φωνή της που ηχεί από τα νερά της Στύγας, μου θυμίζει ότι χθες ήταν Tσικνοπέμπτη και κάποιο άνθρωποι δεν έπεσαν για ύπνο από τις 10. Τσικνοπέμπτη. Nιώθω οργή με τον εαυτό μου που ξέχασα τις παραδόσεις μας και νιώθω την ανάγκη να φάω επιτόπου δύο κοτόπουλα για να ζητήσω συγχώρεση από τον Ελληνισμό. Με τη Βίκυ (την οποία συνεχίζω να έχω καταχωρήσει μυστηριωδώς ως Νάνσυ) κανονίζουμε να βρεθούμε στο σιντριβάνι του Saint Michel. Δεν έχω ιδέα ποιο είναι το εν λόγω σιντριβάνι αλλά υπόσχομαι στη Βίκυ να ρωτήσω και να συναντηθούμε εκεί στη μία. Μιας και δε γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο την ενημερώνω ότι θα είμαι ο μοναδικός εκεί που θα έχει το ύφος ηλίθιου τουρίστα. Κλείνοντας το τηλέφωνο και σηκώνοντας το κεφάλι αντικρίζω μπροστά μου ένα περίεργο θέαμα: Ένα σιντριβάνι με τα αγάλματα δύο δράκων δεξιά και αριστερά, ενώ στο κέντρο και υπερυψωμένος, ένας τύπος με ρομφαία πατάει στο λαιμό έναν τύπο με κέρατα. Για ένα δευτερόλεπτο εξετάζω το ενδεχόμενο να είναι διαφήμιση για το Constantine αλλά οι ελάχιστες πλέον γνώσεις που έχω κρατήσει από τα θρησκευτικά με ειδοποιούν με φαξ ότι είναι ο Αη Μιχάλης και ο διάολος. Νιώθω δέος σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς μπροστά στην προφανή λύση κάποιου αινίγματος.
Το πρόβλημα είναι ότι είναι νωρίς ακόμα. Έχω ακόμα μιάμιση ώρα μέχρι το ραντεβού και οι φουσκάλες πλέον έχουν αποθρασυνθεί και κάνουν δηλώσεις στα κανάλια. Στα 30 μέτρα διακρίνω το Le Gentilhommier, το καφέ όπου είχα καθίσει και χτες. Βαδίζω με δυσκολία προς τα κει, αγοράζοντας μερικές κάρτες ακόμα για να γεμίσω το χρόνο γράφοντάς τις. Παραγγέλνω την κλασσική πλέον σοκολάτα (3,8 ευρώ) και προσπαθώ να βρω την διάθεση για να γράψω τις κάρτες χωρίς να φαίνεται ότι είμαι ταλαιπωρημένος. Τα λεπτά κινούνται αργά σαν το μυαλό του Προ μπροστά σε διψήφια νούμερα. Έχω γράψει όλες τις κάρτες και έχει περάσει μόλις μισή ώρα, νιώθω ότι προλαβαίνω να μάθω ρώσικα και να διαβάσω το Πόλεμος και Ειρήνη. Συνεχίζω με το Drive In αν και θα προτιμούσα να το κρατήσω για το βράδυ. Το καταραμένο ντράιβ ιν, τα επαναλαμβανόμενα b movies, ο καουμπόι με την τηλεόραση για κεφάλι- μ'αρέσει ο Landsdale και η τρέλα που κουβαλάει. Γύρω στις δωδεκάμιση αποφασίζω να σηκωθώ και να πάω προς το σιντριβάνι για να είμαι ως συνήθως νωρίτερα στο ραντεβού μου. Ξαναβάζω τα λιγοστά υπάρχοντά μου μέσα στην τσάντα και αφήνω 4 ευρώ στο τραπέζι. 20 σεντς φιλοδώρημα στα 4 ευρώ. Δηλαδή 5%. Είμαι τζέντλεμαν.
Παίρνω την θέση μου δίπλα στον αριστερό δράκο του σιντριβανιού και προσπαθώ να κάνω πρόβα και να πάρω φάτσα ηλίθιου τουρίστα. Πανικοβάλλομαι: Μπορώ να πάρω φάτσα τουρίστα, αλλά όχι ηλίθιου. Υπερεκτίμησα τις υποκριτικές δυνατότητες μου. Για να φανώ ηλίθιος έστω και για πλάκα πρέπει να κάνω στους μυς του προσώπου μου πάνω από δύο ώρες στρέτσινγκ. Πως θα με βρει η Βίκυ; Μπορώ απλά να γουρλώσω τα μάτια και να χαμογελάω σαν τον Jeff Βridges στο όνειρο του Lebowski αλλά αν δεν είναι αρκετό; Άλλωστε το ίδιο κάνουν οι περισσότεροι τουρίστες εκείνη τη στιγμή. Το παιχνίδι είναι χαμένο. Η ώρα περνάει και δεν βρίσκω λύση. Έχει πάει μια και σκέφτομαι να αρχίσω να ρωτάω όλες τις κοπέλες στην πλατειούλα αν είναι η Βίκυ-τουλάχιστον μέχρι να με μαζέψει η αστυνομία. Τελικά η λογική επικρατεί στον 8o γύρο με πούστικο χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Τρέχω και πάλι στο θάλαμο και ξαναπαίρνω τη Βίκυ, η οποία έχασε το λεωφορείο και θα αργήσει 5 λεπτά. Της λεω να έρθει κατευθείαν στον αριστερό δράκο (αλλά όχι και το ότι μου είναι αδύνατον να προσποιηθώ τον ηλίθιο). Επιστρέφω στον δράκο και προφυλάσσω την περιοχή που μου ανήκει δείχνοντας τις γροθιές μου στους ανύποπτους που έρχονται για φωτογραφίες. Μετά από πέντε λεπτά εμφανίζεται και η Βίκυ. Μετά τις αρχικές συστάσεις-το γεγονός ότι φαίνεται να απεχθάνεται τις τυπικότητες και ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να είχαμε χαιρετηθεί με σφαλιάρες με ενθουσιάζει-την ενημερώνω ότι πεινάω.
Έχοντας αποκλείσει τα γυράδικα μου προτείνει το εστιατόριο «Το Ιπτάμενο Μυρμήγκι».Με τέτοιο όνομα φοβάμαι να ρωτήσω τι έχει το μενού αλλά η Βίκυ με βεβαιώνει ότι το φαί είναι πολύ καλό και δεν σερβίρονται έντομα ή κολεόπτερα. Έχει δίκιο. Το Μυρμήγκι είναι πολύ όμορφο, στους τοίχους έχει ράφια με βιβλία και ένα τζάκι που μεσημεριάτικα δεν είναι αναμμένο αλλά εγγυάται μια πολύ ζεστή βραδινή ατμόσφαιρα. Το μενού θα μπορούσε να είναι γραμμένο και στα σανσκριτικά αλλά με την προτροπή της Βίκυς παραγγέλνω ένα ρολό γαλοπούλας/σολωμού και από κοινού μια Nicoise. Μέχρι να μας έρθουν τα τρόφιμα τα λέμε και η συζήτηση είναι πολύ ενδιαφέρουσα: Φτάνουμε να μιλάμε για αγορές μικρών μοσχαριών από την Δυτική ακτή της Γαλλίας, γκέη ξεναγούς μουσείων και το μοντάζ κατά Ταρκόφσκι/Αιζενστάιν. Το φαγητό έρχεται και ομολογώ ότι με ενθουσιάζει. Μπορεί γαλοπούλα και σολωμός να ταιριάζουν όσο η σαμπάνια και η σκορδαλιά αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι θεσπέσιο. Γενναίες μπουκιές καταλήγουν στην παγίδα από γαστρικά υγρά που, σαν Bond villain έχει στήσει το στομάχι μου. Επειδή δεν έχω ούτε ιερό ούτε και όσιο, τρώω και τη μερίδα του λέοντος από τη Nicoise (μιας που η Βίκυ δεν έχει το κουράγιο να μου επιτεθεί με το πιρούνι της κάθε φορά που πλησιάζω) και κλείνω το όλο με ένα κέικ σοκολάτα καμουφλαρισμένο κάτω από στρώματα κατάλευκης σαντιγί, σαν αφρικάνος αλπινιστής. Το περιβάλλον κάνει την κλεπτομανία και των δυο να βγει στην επιφάνεια: H Βίκυ, με τη δικαιολογία του «Αφού κανείς δεν τα διαβάζει» θα ήθελε να βουτήξει βιβλία από τα ράφια ενώ εγώ με το σκεπτικό «έλα μωρέ, σιγά, θα χουν κι άλλες» λιγουρεύομαι την θαυμάσια τσαγιέρα. Τελικά φεύγουμε άπραγοι.
Η επόμενη στάση, κλασσικά, είναι για ρόφημα. Η Βίκυ με ρωτάει αν πέρασα από Pompidou και προσφέρεται να μου δείξει το ναό της μοντέρνας τέχνης. Δεν είναι μακριά μου λέει, και εγώ για να μη φανώ λιγότερο σκληροτράχηλος λέω «ναι μωρέ, ας περπατήσουμε» αν και τα πόδια μου έχουν πέσει σε κώμα. Αρχίζει να χιονίζει. Περνάμε μπροστά από το δημαρχείο του Παρισιού όπου έχουν στηθεί δύο πρόχειρα παγοδρόμια όπου μπόμπιρες παίζουν χόκει και πατινάρουν, η Βίκυ μου εξηγεί για τις κακόφημες περιοχές εκεί κοντά (και πώς να πάει κανείς) και όντως, χωρίς κόπο φτάνουμε στην πίσω πλευρά του Pompidou. Για να είμαι ειλικρινής το περίμενα μεγαλύτερο αλλά όπως και να έχει είναι μια ιδιόρρυθμη κατασκευή. Έχει τόσους πολλούς σωλήνες που περιμένω από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί ο Τσάκωνας για ξεβούλωμα. Ένας ξεπαγιασμένος ζογκλέρ προσπαθεί να κάνει τα κόλπα του αλλά οι κορίνες αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές του. Τον λυπάμαι λίγο. Μπαίνουμε στο Pompidou και ρίχνουμε μια γρήγορη ματιά. Επισκεπτόμαστε μια μικρή έκθεση με πανάκριβα gadgets και αποφασίζουμε να πάμε να πιούμε κάτι κάπου αλλού και όχι ανάμεσα στα ψώνια που έχουν γεμίσει το καφέ εκεί μέσα. Δεν χρειάζεται να περπατήσουμε πολύ μιας και η Βίκυ με οδηγεί στο L' imprevue cafe (Rue Quincampoix).
Η ιδιόρρυθμη διακόσμηση και ο χαμηλός φωτισμός (σε συνδυασμό με την σκοτεινιά που συνοδεύει την, επισήμως, χιονοθύελλα που έχει ξεσπάσει) μ΄αρέσουν και επιλέγουμε ένα τραπέζι από όπου μπορώ να πάρω αγκαλιά το καλοριφέρ. Οι καρέκλες δεν είναι και οι πιο βολικές οπότε με την πρώτη ευκαιρία μεταφερόμαστε στο πρώτο που ελευθερώνεται. Η ιστορία αγάπης με το καλοριφέρ λήγει άδοξα (έτσι δε λήγουν όλες;) αλλά που και που του ρίχνω κρυφές ματιές. Συνεχίζουμε να μιλάμε επί παντός επιστητού και να θάβουμε ο ένας χαρωπά κόσμο άγνωστο στον άλλον πίνοντας σοκολάτα ενώ εγώ αναρωτιέμαι για το ποια είναι τα όρια Overdose για το κακάο. Ο γκέι σερβιτόρος είναι αντιπαθητικός και δε μας φέρνει καν νερό, λέγοντας μας να ζητήσουμε μόνοι μας από το μπαρ. Η Βίκυ τον αποχαιρετά με την ευχή «να μη σου κάτσει γκόμενος». Παρατηρώ το γλυπτό στον τοίχο. Απεικονίζει έναν κώλο. Αντρικό. Φυλάσσοντας τα νώτα μου βγαίνω και ‘γω στο χιόνι και ακολουθώ τη Βίκυ σε ένα μαγαζί που πουλάει DVD, μεταχειρισμένα και καινούρια. Πολλά και ενδιαφέροντα αυτά που βρίσκω αλλά δεν θέλω να κάνω σπασμωδικές κινήσεις και μάλλον θα εμπιστευθώ το διαδίκτυο αφού αποφασίσω τι θέλω. Ένας ηλικιωμένος κοιτάει τις τσόντες αναζητώντας απεγνωσμένα κάποιο σκίρτημα, σαν τον Elvis στο Bubba Ho Tep. Αναρωτιέμαι γιατί κάποιος μπορεί να θέλει πορνοταινία σε DVD. Συνεντεύξεις με το καστ; Τρέιλερ; Κομμένες σκηνές; Εναλλακτικό τέλος;
Η Βίκυ πρέπει να επιστρέψει σπίτι της και φοβάμαι ότι το ίδιο πρέπει να κάνω και γω. Το περπάτημα είναι βάσανο-σκέφτομαι να πάω στο μασατζίδικο και να πετάξω 30 ευρώ στην Ταιλανδέζα ζητώντας της μόνο να μου τρίψει τα πόδια. Μπαίνουμε στο μαγαζί WHY, με πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, από πλακατζίδικες παντόφλες μέχρι γούνινες χειροπέδες. Το εμπορικό κέντρο είναι τεράστιο-και υπόγειο. Βλεπουμε κανα δυο μαγαζιά-μιας και είναι η ώρα που κλείνουν, και η Βίκυ κατεβαίνει προς το μετρό. Αποφασίζουμε να βρεθούμε αύριο ή την Κυριακή. Ξαναβγαίνω στον δρόμο και αποφασίζω να γυρίσω προς το ξενοδοχείο. Δεν μπορώ να βρω που ακριβώς έχω βάλει το pass και εκνευρισμένος αγοράζω εισιτήριο προκειμένου να μη χρειαστεί να αδειάσω την τσάντα για να το βρω. Το ταξίδι προς το Villiers δεν έχει ευτράπελα. Βγαίνοντας στην Boulevard De Courcelles μου, σκέφτομαι ότι έχουν περάσει τέσσερις ημέρες και δεν έχω δει καν την περιοχή που μένω. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή αλλά δεν φημίζομαι για το σωστό μου timing. H πρώτη παράλληλη της Lebouteux είναι η Rue des Dames, που είναι γεμάτη από εστιατόρια. Κάθε πέντε μέτρα και άλλη μια φωτεινή ταμπέλα. Οι φουσκάλες πλέον έχουν γίνει συμβιωτικοί οργανισμοί, σαν short story του Stephen King. Έχω 10 μικρά να ταίσω. Cover me,I m going in.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου