25.2.05

Κότες

Έχει προσέξει κανείς πόσα κοτόπουλα καταναλώνονται εβδομαδιαίως στην Ελλάδα; Κάθε Τρίτη και Πέμπτη το μεσημέρι σε όλα τα στρατόπεδα της Ελλάδας καθώς και εγγυημένα μια φορά την εβδομάδα στη λέσχη του ΑΠΘ. Φαντάζομαι και σε φοιτητικές λέσχες των υπολοίπων πανεπιστημίων κάτι παρόμοιο θα συμβαίνει. Μιλάμε για μιλιούνια από κότες. Γενοκτονία (σ.σ. κοτοκτονία ρε).

Κι όμως η παραγωγή αρκεί ή αναγκαζόμαστε σε εισαγωγές πουλερικών; Σε αυτό το θέμα τώρα πια υπάρχει λύση. Η σκέψη μου είναι απλή και πιστεύω άμεσα εφαρμόσιμη. Μιλάω για μεταλλαγμένες κότες που επιπλέουν στο νερό. Τα σημερινά μοντέλα είναι υδρόφοβα (το γνωρίζω εκ πείρας, μωρό έπνιξα κατά λάθος μια κότα στο νερό και ακόμη νιώθω τύψεις). Τα κοτόπουλα version 2 θα μπορούν να επιπλέουν άφοβα σε περιφραγμένους χώρους μέσα στη θάλασσα, σε ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις ίσως, που χρησιμοποιούνται για ιχθυοκαλλιέργιες ή καλλιέργειες οστρακοειδών. Το όφελος είναι τεράστιο. Πρωτίστως γλιτώνουμε ολόκληρα στρέμματα γης, όπου υπάρχουν εκτροφεία πουλερικών, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν αλλιώς σε πολυσινεμάδες, πάρκινγκ και ουρανοξύστες. Επίσης γλιτώνουμε από τις κουτσουλιές καθώς το νέο μοντέλο θα είναι αυτοκαθαριζόμενο από το νερό της θάλασσας. Πολλές επίσης μπορούν να είναι οι εφαρμογές, ακόμη και στο χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Υδροέλκηθρα, Jetski, καταμαραν, ακόμη και φουσκωτά κατασκοπευτικά σκάφη, τα οποία απαγορεύεται να χρησιμοποιούν προπέλα θα χρησιμοποιούν πουλερικά για την κίνησή τους. Παρόλα αυτά χρειάζεται προσοχή. Στην αγορά κυκλοφορούν πολλές απομιμήσεις με διάφορες κωδικές ονομασίες, όπως πάπιες και χήνες. Τα κοτόπουλα version 2 έχουν διαφορετική γεύση και επιπλέον δεν είναι ιπτάμενα.
Γρήγορα, εύκολα, καθαρά, υγιεινά και φτηνά είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς που ταιριάζουν στις νέες κότες του μέλλοντος. Ποτέ πια εισαγωγές, τέλος στην πείνα, κάτω η χούντα της αισχροκέρδειας. Στο ακόμη πιο εξελιγμένο μοντέλο, «κοτόπουλα version 2.5» οι κότες θα εμπλουτιστούν με βιταμίνες και προβιταμίνες A,B,C,D και Ε ώστε να αποτελούν πλέον μια όσο το δυνατότερο ολοκληρωμένη διατροφή. Θα κυκλοφορούν σε 3 γεύσεις: κλασικ, μοσχάρι και ψάρι.

20.2.05

Χωρίς Ιερό & Όσιο

Οργιάζει το παραεμπόριο με προϊόντα που απευθύνονταν στους λάγνους ιερείς που έχουν ντροπιάσει τον θεσμό της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την αστυνομία, κατασχέθηκαν πάνω από 30 τόνοι λαθραίων προϊόντων άγνωστης προέλευσης. Ανάμεσα σε όλα, DVD με ερωτικό περιεχόμενο και τίτλους όπως «Αν είσαι και παπάς, με όλους μας θα πας», «Ναζιάρικες γενειάδες» και «Ναζιάρικες γενειάδες 2: Νύχτες στην Ίμπιζα», «Ατίθασος Διάκονος» και «Βγάλτο ράσο να σε περάσω».Φήμες μιλούν και για παρτίδα εσωρούχων με άρωμα δεντρολίβανου, δονητές μάρκας «Γολιάθ» και αμέτρητα τεύχη του Underground περιοδικού «Ηoly shit». Τα ανώτατα κλιμάκια της Εκκλησίας αρνήθηκαν να σχολιάσουν τα ευρήματα, μιλώντας για προβοκάτσια Εβραϊκών κύκλων ενώ στη συνέχεια αποσύρθηκαν στο jacuzzi γνωστού spa της Χαλκιδικής, με ταμπελίτσα «μην ενοχλείτε εκτός αν είναι για σαμπάνια, φράουλες ή εκείνο το ζουμπουρλούδικο μικρό στη ρεσεψιόν.»

18.2.05

Ρέκβιεμ για ένα σνακ


Μολις διάβασα στο διαδίκτυο το εξής: "Scientists believe there might be life on Mars". Αηδία. Θα το γυρίσω στα Bounty.

17.2.05

Ζώδια

Χθες το βράδυ μια φίλη μου ζήτησε για πλάκα να της διαβάσω το ζώδιο της από το διαδίκτυο. Έκανα λοιπόν μια μικρή έρευνα για τη λέξη horoscope και συνειδητοποίησα ότι είναι άπειρες οι σελίδες που προσφέρουν τζάμπα ματιές στο μέλλον. Αφού λοιπόν μέχρι και η New York Post παρέχει τέτοια υπηρεσία στους αναγνώστες της, εμείς ως shitsite ήταν δυνατόν να μείνουμε πίσω; Ορίστε λοιπόν το πλήρες ωροσκόπιο σας για σήμερα, 17/2/2005:

Κριός: Ο Άρης βάζει χέρι στην Αφροδίτη φτιάχνοντας τη μέρα σε όσους έχουν γεννηθεί με καισαρική. Οι προτάσεις στον εργασιακό τομέα δεν θα λείψουν αλλά οι περισσότερες περιλαμβάνουν σεξ επί πληρωμή με άσχημους παρτενέρ. Άρα είστε ΟK και από την ερωτική πλευρά. Το βράδυ θα δείτε μόνος σας reality shows,θα φάτε πίτσα και δεν θα πλύνετε τα δόντια σας-δε χρειάζεται να διαβάσετε την αυριανή πρόβλεψη για να συμπεράνετε ότι αύριο η ανάσα σας θα βρωμάει σαν ψόφια νυφίτσα.

Ταύρος: Η γυναίκα σας, σας απατά. Με τον Τσατσαρέλη. Κάθε μέρα. Εδώ και χρόνια. Και τα παιδιά σας του μοιάζουν. Το χειρότερο είναι ότι τώρα που την κοιτάτε καλύτερα, και η γυναίκα σας του μοιάζει.

Δίδυμοι: Το νέο τεύχος του «Πιπίνια πρόθυμα για όλα» σας περιμένει στην ταχυδρομική θυρίδα σας οπότε είναι πιθανόν να περάσετε τη μισή σας μέρα στην τουαλέτα του σπιτιού σας-και την υπόλοιπη μισή σε άλλων σπιτιών. Πιθανότητες αφυδάτωσης από τις 7 το βράδυ και μετά.

Καρκίνος: Ευνοημένη εμφανίζεται η κοινωνική σας ζωή, μιας που θα δεχθείτε επισκέψεις από μια παρέα. Πιθανότατα θα λείπετε και γι αυτό οι επισκέπτες θα φύγουν με το βίντεο, την τηλεόραση, το στερεοφωνικό και τις μούφες-κοσμήματα που σας έχουν πλασάρει για αυθεντικά. Αν αποφασίσετε να μείνετε σπίτι, ο Δίας στον Ουρανό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο βιασμού.

Λέων: Έντονη τριχόπτωση σήμερα και η ανασφάλεια σας έχει χτυπήσει κόκκινο. Δεν βρίσκετε ψυχολογική υποστήριξη γιατί ο ψυχίατρος σας είναι Δίδυμος και αυνανίζεται όλη μέρα. Το μόνο που σας σώζει τη ζωή είναι ότι είστε τόσο ηλίθιοι που δε μπορείτε ούτε να αυτοκτονήσετε: Δεν ξέρετε να φτιάξετε θηλιά με σχοινί και αποφασίζετε να πάρετε ένα-ένα 50 υπνωτικά χαπάκια αλλά μετά το δεύτερο σας παίρνει ο ύπνος.



Παρθένος: Δύσκολη μέρα στο γραφείο σήμερα, μιας που οι κρυφές κάμερες αποκαλύπτουν ότι μπαίνετε στο shitsite και το αφεντικό σας απολύει. Πάνω στην οργή σας τον σπρώχνετε, πέφτει, χτυπάει το κεφάλι του και πεθαίνει. Συλλαμβάνεστε για φόνο. Καταδικάζεστε σε 30 χρόνια και πεθαίνετε γιατί το τούνελ που σκάβετε καταλήγει σε βόθρο.

Ζυγός: Δύσκολη μέρα για κοινωνικές επαφές γιατί βρωμάτε. Έχετε μέρες που βρωμάτε και δε σας το λέει κανείς αλλά σήμερα ο υπάλληλος του καφέ σας σερβίρει με καταπέλτη και κάποιος γράφει «Θέλω πλύσιμο» στην πιτυρίδα σας. Θα νιώσετε μοναχικοί και κατατρεγμένοι από τον κοινωνικό σας περίγυρο. Αγοράζετε ένα κατοικίδιο, που αύριο θα βρείτε ψόφιο.

Σκορπιός: Μέτρια μέρα η σημερινή, προσέχετε στις συναλλαγές σας και όταν περνάτε τις διαβάσεις. Αν δεν ξέρετε σκάκι, σήμερα θα μάθετε. Ίσως πάτε και κάποιο ταξίδι. Κάπου. Αλλά μπορεί και όχι. Μεγάλες πιθανότητες να σπάσετε το φράγμα των 150 κιλών. Το αντίθετο φύλο συνεχίζει να σας βρίσκει απεχθείς. Εκτός από τους απελπισμένους Τοξότες.

Τοξότης: Είστε τόσο απελπισμένοι που θα φτάσετε στο σημείο να κάνετε σεξ με έναν Σκορπιό. Του ίδιου φύλου. Που μόλις έχει σπάσει το φράγμα των 150 κιλών. Και σκέφτεστε ήδη να ανοίξετε σπιτικό μαζί του.

Αιγόκερως: Έχετε ραντεβού με ένα υπέροχο άτομο. Θα δειπνήσετε σε χλιδάτο εστιατόριο μόνο που οι γαρίδες γεμιστές με φουντούκια και χελιδονοφωλιές που πήρατε για να εντυπωσιάσετε τον/την συνοδό σας έχουν ως αποτέλεσμα να περάσετε τη υπόλοιπη βραδιά μόνος στη λεκάνη του σπιτιού σας. Ευτυχώς για σας, είστε κοπρολάγνος και περνάτε ονειρικά.

Υδροχόος:
Πλούσια μέρα η σημερινή. Εκδρομή στα χιόνια με τους φίλους σας, σκι,snowboard και πλούσιο γεύμα σε παραδοσιακό εστιατόριο. Επίσκεψη σε Spa όπου θα γνωρίσετε ελκυστικές 20χρονες που το ίδιο βράδυ θα βγάλετε έξω για ποτό και θα καταλήξετε να κάνετε σεξ. Πλάκα κάνουμε. Δεν έχετε φίλους. Δεν έχετε κοπέλα. Δεν έχετε λεφτά. Έχετε όμως μηνιγγίτιδα.

Ιχθείς: Όλοι σας αγνοούν. Το ίδιο και το shitsite.

We'll always have Paris - μέρα 6η: This city is too small for both of us.

Σήμερα θα είναι άσχημη μέρα. Πολύ άσχημη. Τέρμα τα κρουασάν, οι ζεστές Παριζιάνικες σοκολάτες και τα «s il vous plait» από αγγελικές φωνές. Όταν θα έχει σκοτεινιάσει, θα είμαι πάλι σπίτι μου, το οποίο είναι πιο μικρό και από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Και κανείς δεν έρχεται να μου αφήσει καινούρια σαπουνάκια κάθε μέρα..

Ξυπνάω πολύ νωρίς, γύρω στις εξίμιση. Το ξέρω ότι δεν έχει νόημα μιας και τα περισσότερα πράγματα είναι ήδη στη βαλίτσα από το προηγούμενο βράδυ. Ο όρος control-freak είναι πολύ ήπιος για την περίπτωσή μου, αλλά η αγχωτική μου φύση επιμένει να μη μ'αφήνει ήσυχο, σαν spam mail. Σηκώνομαι και παραμερίζω την κουρτίνα. Είναι ακόμα σκοτάδι. Λογικό. Ξαναπέφτω στο κρεβάτι και ανοίγω την τηλεόραση. Κόντρα σε κάθε πιθανότητα, έχει κινούμενα σχέδια. Αναρωτιέμαι σε ποιους απευθύνονται. Στα 10χρονα που μόλις γύρισαν από τη νυχτερινή βάρδια; Σταματάω να κάνω βλακώδεις ερωτήσεις στον εαυτό μου και παρακολουθώ το επεισόδιο. Μια μεικτή ομάδα σουπερηρώων, που περιλαμβάνει X-Men, τον Σούπερμαν και άλλους κομπάρσους τα βάζει με ένα τσαντισμένο ζόμπι-bodybuilder. Δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται αλλά το ζόμπι δέρνει ανελέητα όποιον πλησιάζει και η αλήθεια είναι ότι ο αγώνας δεν είναι και πολύ δίκαιος μιας που 15 σουπερ τσόγλανοι πουλάνε νταηλίκι σε ένα (ΕΝΑ!) και μόνο αντίπαλο. Αποφασίζω να υποστηρίξω το ζόμπι. Φημισμένος για τις κακές επιλογές μου στη ζωή, παρακολουθώ τελικά τον άμοιρο ζωντανό νεκρό να υποκύπτει κάτω από τα προδοτικά χτυπήματα μιας φτερωτής πιπινοηρωίδας. Οι ήρωες του επόμενου καρτούν είναι επίσης σούπερ ήρωες-αυτή τη φορά ανήλικοι. Επειδή δεν είμαι ο Michael Jackson παρατάω την τηλεόραση και σηκώνομαι να κάνω μπάνιο. Το νερό μου ξεκαθαρίζει τις ιδέες, αρχίζω να συνθέτω το πρόγραμμα της ημέρας και χαρούμενος για την ενέργειά μου, που υπερισχύει προς το παρόν της μελαγχολίας, αποφασίζω να βουτήξω ένα σαπουνάκι.

Το σκηνικό έξω έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Η μέρα προβλέπεται καλή, πράγμα που με εκνευρίζει λίγο γιατί επί πέντε μέρες ήμουν αναγκασμένος να κινούμαι με έλκηθρα και να σκοτώνω τάρανδους για τροφή. Whatever. H ώρα έχει πάει οχτώ. Στις δέκα πρέπει να έχω αδειάσει το δωμάτιο αλλά δε θα δώσω σε κανέναν ρεσεψιονίστα τη χαρά να με διώξει. Αποφασίζω να φύγω νωρίτερα και να χαζέψω τριγύρω μέχρι τις 11, που έχω ραντεβού με τη Βίκυ (στο σταθμό του μετρό). Βγάζω στην άκρη τα ρούχα που θα φορέσω και κλείνω οριστικά τη βαλίτσα. Μετά από πέντε λεπτά την ξανανοίγω γιατί έχω ξεχάσει όλα όσα ήταν κρεμασμένα όλες αυτές τις μέρες στην ντουλάπα. Σκοτώνω λίγη ώρα ξαπλωμένος και με το Mp3 να παίζει ανελέητα σύγχρονα λαϊκά. Αν δεν είναι η σημερινή μέρα κατάλληλη για τραγούδια χωρισμού τότε δεν ξέρω ποια είναι;

Στις εννιάμιση σηκώνομαι με βαριά καρδιά. Τελευταίος έλεγχος και βγαίνω στο διάδρομο, που συνεχίζει να μυρίζει βραστό κρέας... Κατεβαίνω στο ισόγειο όπου η ευτραφής έγχρωμη υπάλληλος μυρίζεται ευρώ και προσπαθεί να γίνει όσο πιο ευγενική γίνεται. Αρχίζει να με ρωτάει αν έχω ξανάρθει στο Παρίσι και αν είναι η πρώτη μου φορά στο ξενοδοχείο-για ένα δευτερόλεπτο πιστεύω ότι μόλις έχω φτάσει και ο εγκέφαλός μου κάνει ένα απολαυστικό ντους στις ενδορφίνες. Τον βγάζω από το μπάνιο άτσαλα, μιας και τα χαρτονομίσματα που αφήνω στην παλάμη της μαύρης κυρίας μου διαλύουν κάθε αμφιβολία. Σκέφτομαι αν πρέπει να τους πω τίποτα για το βραστό κρέας αλλά φοβάμαι μήπως τα παράπονα χρεώνονται παραπάνω. Χαιρετώ ευγενικά και με πλατύ χαμόγελο και βγαίνω στο δρόμο.

Κάτι έχω κάνει λάθος. Ή κουβαλάω ένα τεμαχισμένο πτώμα στις αποσκευές μου ή τα 5 σουβενίρ που αγόρασα συνολικά έχουν άπειρη μάζα-η καταραμένη βαλίτσα είναι ασήκωτη. Αποκλείεται να μπορέσω να τριγυρίσω και πολύ, είναι σαν να έχω αναλάβει το babysitting ενός μικρού ρινόκερου ο οποίος έχει πεισμώσει και πρέπει να τον σέρνω. Τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά-με βαριά καρδιά παίρνω την απόφαση να πάω κατευθείαν στο μετρό και να περιμένω τη Βίκυ. Όπως είναι λογικό, το μετρό είναι άδειο. Ψάχνω ψιλά για να πάρω ένα χυμό από το αυτόματο μηχάνημα αλλά στην τσέπη μου δεν έχω ούτε ένα κέρμα. Καταραμένη φιλανθρωπία. Αυτή τη στιγμή, ακόμα και ο ράπερ-παρατράγουδο με το φορητό ηχοσύστημα θα ήταν μια κάποια ανακούφιση. Το πιστό μου mp3 δίνει και πάλι τη λύση. Έχω σχεδόν ηρεμήσει όταν μια 70χρονη γριά, τυλιγμένη σε πολύχρωμα κουρέλια και τσεμπέρι-Capella Sistina, κάθεται δίπλα μου και η μυρωδιά της αρπάζει βάναυσα τη γαλήνη μου, την σπρώχνει σε ένα αδιέξοδο, την βιάζει και της κλέβει το πορτοφόλι. Είναι κάτι το εξωπραγματικό, σαν ζωολογικός κήπος το κατακαλόκαιρο, με λειψυδρία, τους υπαλλήλους να απεργούν και τους ελέφαντες με διάρροια. Αλλάζω κάθισμα, αλλά είναι ανώφελο. Η στάση είναι γεμάτη με τσιγγάνους, που οργανώνουν τις αποστολές ζητιανιάς της ημέρας. Πιάνω καχύποπτος μια γωνία και με το βλέμμα μου κάνω σαφές ότι θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου (πράγμα που δεν είναι αλήθεια, διότι είμαι κότα).

Η Βίκυ είναι ακριβής στο ραντεβού της και μου υπόσχεται βόλτα στη Μονμάρτρη. Ο ιπποπόταμος δεν συμφωνεί αλλά σήμερα κάνω κουμάντο εγώ. Με μεγάλο ζόρι, ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες και κόντρα σκάλες (έχω την εντύπωση ότι η Βίκυ το κάνει επίτηδες), αλλάζουμε γραμμές και βαγόνια βγαίνοντας τελικά στη Μονμάρτρη. Ο καλός καιρός έχει βελτιώσει σημαντικά τα πράγματα. και ο κόσμος έχει γεμίσει τα δρομάκια, ενώ το παρκάκι κάτω από τη Sacre Coeur είναι γεμάτο κόσμο. Ανηφορίζοντας αρκετά φτάνουμε στο μέρος που είχε στο μυαλό της η Βίκυ. Cafe "Le progres" .Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερα προηγμένο βέβαια, αλλά απ την άλλη ένας που λέγεται «θεόδωρος» δε θα 'πρεπε να τολμά να κατακρίνει τα ονόματα του κόσμου. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι, λίγο στριμωγμένα είναι αλήθεια, και μια 70χρονη τσατσά -με μακιγιάζ 20χρονης- έρχεται για παραγγελία. Από λεπτό σε λεπτό περιμένω να μας φέρει και τον κατάλογο με τις σεξουαλικές υπηρεσίες. Αντιθέτως, η τσατσά παίρνει τις παραγγελίες και ελισσόμενη ανάμεσα στα τραπέζια μας αποκαλύπτει το πίσω μέρος της μπλούζας που φοράει-το οποίο είναι σκισμένο σε τέσσερις παράλληλες γραμμές. Το θέαμα είναι εμετικό και κωμικό ταυτόχρονα-παρόλα αυτά μου φαίνεται ότι μια σόδα θα την χρειαστώ. Αφού τρώμε ότι και αν είναι αυτό που παραγγείλαμε (η Βίκυ τρώει μια φέτα ψωμί, με λιωμένο τυρί και ένα αυγό μάτι για καπέλο), κλείνουμε και με ένα γλυκό το οποίο μας σερβίρει φυσικά η 70χρονη cat woman. Λίγο πριν το τελειώσουμε, κάθονται στο διπλανό τραπέζι πέντε νεαρές κοπέλες, που επαναπροσδιορίζουν τον όρο «τσούλα». Αν η πουτανιά ήταν καύσιμο, τότε το Cafe le Progres θα είχε χτυπήσει ταχύτητα φωτός και θα ταξίδευε πίσω στο χρόνο, όταν η τσατσά ονειρευόταν μια καριέρα στη σόου μπίζνες, πριν της επιτεθεί η βαρύτητα. Πληρώνουμε και βγαίνουμε στον αναζωογονητικό αέρα. Η Bίκυ επιμένει να πάμε για καφέ σε ένα μέρος που ξέρει, δελεάζοντάς με με την πληροφορία ότι σε εκείνα τα μέρη η Αmelie πέταγε πετρούλες σε ένα ποτάμι. Ξεπουλήθηκα ήδη.

Κατευθυνόμαστε και πάλι στο μετρό (η Βίκυ μου δείχνει και τον Έλληνα καστανά που έχει το στέκι του εκεί κοντά) και μετά από ένα τεταρτάκι, στη διάρκεια του οποίου συζητάμε για την γοητεία των κακόφημων περιοχών του Παρισιού (Βίκυ πως και ξέρεις τόσα;!) φτάνουμε στο περιβόητο ποταμάκι και τη σειρά από γεφυρούλες από τις οποίες η Audrey επιτιθόταν στα νερά. Δεν ξέρω καν ποια από όλες είναι αλλά δεν πειράζει. Dalai was here. Εκεί όπου ο Dalai wasn't είναι το Cafe Prunes, που είναι γεμάτο πέρα από κάθε φαντασία, και απογοητευμένοι περνάμε στην απέναντι πλευρά του ποταμού, και μπαίνουμε ουσιαστικά στο πρώτο καφέ που βρίσκουμε. Το περιβάλλον είναι πολύ όμορφο και γραφικό-και εγώ, επίσης γραφικός, προσπαθώ να τραβήξω φωτογραφία ένα μικρό που έχει πασαλειφτεί με σοκολάτα στην απόπειρα να φάει ένα προφιτερόλ.

Η ώρα περνάει ευχάριστα αλλά το θέμα είναι ακριβώς αυτό... ότι περνάει. Το άγχος της αναχώρησης αρχίζει να με πιάνει και είναι ώρα να βαδίσω κατά Gare de Lyon. Κανα εικοσάλεπτο, και μια περίεργη ερώτηση της Βίκυς σχετικά με τους πάτους των κινέζικων ποτηριών, αργότερα είμαστε εκεί. Εφοδιάζομαι με μια μπαγκέτα, ένα κομμάτι από το αγαπημένο γλυκό της πρώτης μέρας και ένα μπουκάλι νερό, και με βήμα μελλοθάνατου βαδίζω προς το TGV. Aκόμα και η μυρωδιά από τα καύσιμα του τραίνου μου φαίνεται καλύτερη σε αυτή την πόλη. Αποχαιρετώ τη Βίκυ και ανεβαίνω στο τραίνο. Δεν έχω καθόλου καλή διάθεση και ελπίζω να μη χρειαστεί να μονομαχήσω για τη θέση που είναι γραμμένη στο εισιτήριο μου. Τελικά, κάθομαι δίπλα σε έναν μεσοανατολίτη τύπου, που μοιάζει εκπληκτικά στον Freddie Mercury. Μου ζητάει έναν στυλό για να γράψει κάτι και ενστικτωδώς τον βάζει στο στόμα του. Αρχίζω να πείθομαι ότι όντως είναι ο Mercury. Εν τω μεταξύ, το τρένο ξεκινάει αργά και εγώ μένω με μια μόνο σκέψη: To σαπουνάκι το πήρα;

16.2.05

We'll always have Paris - μέρα 5η: So long, Popalong

Σάββατο. Όλα Οκ. Όλα υπό έλεγχο. Έχω ακόμα μια ολόκληρη μέρα μπροστά μου. Αν μειώσω τους νεκρούς χρόνους μπορώ να την κάνω να διαρκέσει σχεδόν για πάντα. Σχεδόν. Το ζητούμενο είναι να μην έρθει η Κυριακή. Δεν θυμάμαι ποια είναι τα σημεία που προαναγγέλουν τη Δευτέρα παρουσία αλλά θα γούσταρα να με πετύχαινε στο Παρίσι. Μετά, σαν ενέργεια πλέον, θα συναντούσα φίλους που είχα καιρό να δω και όταν θα συζητούσαμε που ήμασταν όταν ο Θεός αποφάσισε να αφήσει την πασιέντσα του και να ασχοληθεί με τη Γη, εγώ θα πέταγα ένα «Στο Παρίσι, έδενα τα κορδόνια μου κοντά στο Σηκουάνα» και θα έμεναν άφωνοι. Άλλο να σε βρει ο Θεός στην πόλη του φωτός και άλλο στην Κόρινθο. Τέλοσπάντων, δεν έχω πολλές ελπίδες οπότε μάλλον θα σηκωθώ. Τι ώρα είναι; Εφτάμιση. Δεν το πιστεύω. Είμαι σε υποτιθέμενες διακοπές και ξυπνάω κατά μέσο όρο δύο ώρες νωρίτερα από ότι στην καθημερινή μου ρουτίνα. Σηκώνομαι με βαριά καρδιά. Αυτή τη φορά βγάζω τις πυζάμες και τις μετατρέπω σε μπάλα την οποία εκσφενδονίζω προς κάποιο υποθετικό καλάθι για τους τρεις πόντους που θα χαρίσει στην υποθετική ομάδα μου τη νίκη και σε μένα τις αγκαλιές ακόμα πιο υποθετικών τσιρλίντερ.

Δεν παρατηρώ ποιος είναι στην ρεσεψιόν, αφού από μακριά δεν μοιάζει στην Marion Cotillard, δε με ενδιαφέρει. Συνεχίζει να έχει κρύο έξω και το παζάρι, σαββατιάτικα είναι ακόμα πιο πολυσύχναστο. Αναγκάζομαι να κάνω ένα κουραστικό σλάλομ ανάμεσα στις νοικοκυρές που έχουν γεμίσει τη στενή Rue De Levis και με την πρώτη ευκαιρία εγκαταλείπω την πίστα και μπαίνω στα πιτς, με σπόνσορα το Brioche Doree. Θέλω κάτι άλλο, όχι pain au chocolat. Διαλέγω ένα κρουασάν με βερύκοκο και, με τον χυμό πορτοκάλι-σταθερή αξία κάθομαι στο τραπέζι και σκέφτομαι ότι είναι η τελευταία μου μέρα στο φιλικό περιβάλλον αυτού του φούρνου. Η ελληνική μου φύση πασχίζει να πιάσει γραμμή και να μου προτείνει να χαράξω κάτι με τα κλειδιά μου στο ξύλινο τραπέζι αλλά δεν τα καταφέρνει. Τρώω το κρουασάν με μικρές μπουκιές λες και από αυτό εξαρτάται το πόσο γρήγορα θα περάσει η σημερινή μέρα αλλά όσο και να αργήσω σε 7 λεπτά αντικρίζω στο δίσκο μου μόνο ψίχουλα, χαρτοπετσέτες και ένα άδειο ποτήρι. Νεκρή φύση με πρωινό.

Είναι μόλις οκτώ και δέκα και υποθέτω ότι μέχρι να φτάσω στο κέντρο τα μαγαζιά θα έχουν ανοίξει. Σήμερα πρέπει να πάρω μερικά σουβενίρ και να ταχυδρομήσω τις κάρτες. Που θα πάω για όλα αυτά; Δεν έχω ιδέα.. Είμαι στάσιμος στις σκάλες του μετρό και για πρώτη φορά μπορώ να καταλάβω πως νιώθει μια μπάλα του ποδοσφαίρου στη σέντρα του γηπέδου, όταν ο μόνος τρόπος να κινηθεί είναι να την κλωτσήσει κάποιος. Αν και δε με κλωτσάει κανείς (οπότε κάποιος παριζιάνος θα συνεχίσει να ανεβαίνει τις σκάλες χωρίς να χρησιμοποιεί ράμπες), τελικά κατευθύνομαι προς τη γραμμή 2, κατεύθυνση για Μονμάρτρη. Το μετρό είναι γεμάτο κόσμο και όπως ακριβώς την πρώτη μέρα νιώθω ην ανάγκη να προστατεύσω το πορτοφόλι μου μιας που έχω μαζί μου αρκετά χρήματα για να βγάλω και το αυριανό εισιτήριο. Μία, δύο, τρεις στάσεις, αποφασίζω να μην κατέβω Μονμάρτρη αλλά να επιστρέψω προς τα μέρη του Pompidou-από εκεί το Quartier Latin δεν είναι μακριά, σε περίπτωση που ξαναθελήσω να περάσω. Κατεβαίνω στην στάση Barbes Rochechouart και παίρνω την γραμμή 4 προς Porte d Orleans. Δεν ξέρω τι με πιάνει αλλά κατεβαίνω, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο, στην Gare de L Est. Ίσως υποσυνείδητα θέλω να παω να βγάλω πρώτα το εισιτήριο ώστε να μου φύγει ένα βάρος αλλά όταν βγαίνω από το μετρό, μένω άφωνος: Έξω δεν υπάρχει ψυχή.

Η ώρα είναι εννιά παρά και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω που ακριβώς είμαι αλλά εκτός και αν βρίσκομαι στη Fallujah δεν δικαιολογείται τόση ερημιά. Η περιοχή είναι γεμάτη μαγαζιά με προϊόντα ομορφιάς για μαύρους, σπρέι, λοσιόν για να κάνει τα μαλλιά πιο κατσαρά, ποιος ξέρει.. Μια ταμπέλα γράφει Centre George Pompidou και δείχνει προς μια αόριστη κατεύθυνση. Αποφασίζω να την ακολουθήσω. Που και που ακούω τον θόρυβο από τα ρολά κάποιου μαγαζιού που ανοίγει αλλά είμαι αποκαρδιωμένος: Φοβάμαι ότι έπεσα σε κάποια εθνική αργία που δεν είχα υπολογίσει. Τα μόνα μαγαζιά που βλέπω σίγουρα ανοιχτά είναι τα καφέ-τα μόνα δηλαδή που θα λειτουργούσαν σε περίπτωση αργίας. Συνεχίζω να προχωράω ελπίζοντας να δω κάπου στο βάθος τους σωλήνες του Pompidou-εκτός και αν η πινακίδα πίσω μου έχει βάλει τα γέλια και τώρα γράφει «Αστυνομικό τμήμα στα 100 μέτρα». Σωλήνες δε βλέπω αλλά περνάω έναν δρόμο που φαίνεται γνωστός: Rue St Dennis. Μάλιστα. Ο δρόμος με τα sex shop. Τουλάχιστον ξέρω που βρίσκομαι.

Αρχίζω να κατηφορίζω προς τον Σηκουάνα και παρατηρώ ότι οι έγχρωμες κυρίες που έχουν βγει, τόσο νωρίς, να πάρουν αέρα είναι πολύ ελαφριά ντυμένες. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα τις νουθετήσει. Είναι πολύ φιλικές κυρίες. Μια από αυτές, με υπερμεγέθη χείλη και πλούσιο στήθος (το λέω γιατί προφανώς στην κουλτούρα της κυρίας το να δείξεις στο στήθος σου σε έναν άγνωστο είναι ο συνήθης χαιρετισμός) με ρωτάει αν χάθηκα και όταν της απαντάω «όχι» μου ζητάει 50 ευρώ. Τι αγένεια. Να ζητάει χρήματα για το ενδιαφέρον που έδειξε; Καθώς απομακρύνομαι, μάλλον συνειδητοποιεί το λάθος της γιατί αρχίζει να ρίχνει τις απαιτήσεις της - αλλά κάπου στα 30 ευρώ έχω απομακρυνθεί αρκετά για να μπορώ να την ακούσω. Ο δρόμος είναι γεμάτος από τέτοιες κυρίες που κάτι θέλουν να μου πουλήσουν (μα ποιος τους είπε ότι έχω τόσα λεφτά;) αλλά εγώ προτιμώ να αγοράσω τα σουβενίρ μου από μαγαζί και όχι στη μαύρη αγορά (στη μαύρη; χμμμ). Καθώς φτάνω στο τέλος της Rue St Dennis και στρίβοντας αριστερά βγαίνω στην Boulevard De Sebastopol θυμάμαι ότι η Νάνσυ (πως τυγχάνει και οι γυναίκες ξέρουν τα πάντα για τις κακόφημες περιοχές) μου είχε πει ότι στην περιοχή αυτή αφθονούν οι κυρίες που προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες επί πληρωμή. Θα μπορούσαν να ήταν αυτές; Σκέφτομαι για ένα λεπτό και μετά τα βάζω με τον ρατσιστή εαυτό μου που σκέφτηκε έστω και για ένα λεπτό ότι οι έγχρωμες κυρίες που ζητούσαν 50 ευρώ προβάλλοντας το στήθος τους μπορεί να ήταν πόρνες. Στερεότυπα, που για το καλό όλων μας πρέπει να πεθάνουν.

Φτάνω κοντά στο Pompidou και βλέπω πινακίδες που προαναγγέλουν Tαχυδρομείο. Τις ακολουθώ πιστά αλλά συνεχίζω να μην μπορώ να το βρω. Τελικά, ένας ευγενικός οδοκαθαριστής μου υποδεικνύει τη σωστή κατεύθυνση. Τον ευχαριστώ και σκέφτομαι μήπως πρέπει να πετάξω κάποιο χαρτί στο δρόμο για να του εκφράσω και άλλο την ευγνωμοσύνη μου. Δεν το κάνω. Πριν πάω στο ταχυδρομείο αποφασίζω να οργανωθώ. Κάθομαι σε ένα κοντινό καφέ, παραγγέλνω μια σοκολάτα και κάνω μια λίστα με αυτούς στους οποίους θα στείλω κάρτα και μια με τους υπόλοιπους, στους οποίους θα πω ότι έστειλα και μόλις μου πουν ότι δεν έλαβαν τίποτα θα τα βάλω με τα Γαλλικά ταχυδρομεία, προσθέτοντας για το εφέ «Και μετά σου λένε Ευρώπη. Πφ... Κωλογάλλοι». Στις περισσότερες περιπτώσεις, δουλεύει μια χαρά. Τελικά έχω να στείλω μια εικοσάδα καρτ ποστάλ. Η δεύτερη λίστα είναι σημαντικά μεγαλύτερη. Η υπάλληλος του ταχυδρομείου είναι έγχρωμη και με ράστα. Θα μπορούσε να είναι η Wendy. Της ζητάω γραμματόσημα για προορισμούς που καλύπτουν κάθε άκρο του πλανήτη. I m a citizen of the world.

Ευτυχώς, η κίνηση έχει αυξηθεί. Επιστρέφω προς Pompidou για να έχω ένα σημείο αναφοράς και παίρνοντας ένα στενό δρομάκι βαδίζω προς Σηκουάνα. Την προσοχή μου τραβάει ένα παραμυθένιο ζαχαροπλαστείο. Τα πολύχρωμα γλειφιτζούρια του με υπνωτίζουν λες και είμαι ο Oh Daesu. Η εξυπηρετικότατη πωλήτρια το καταλαβαίνει και έρχεται να με βοηθήσει. Έχει ένα τόσο πλατύ χαμόγελο που μπορώ να διακρίνω ίχνη ουλίτιδας. Με τα κελαρυστά Γαλλικά της μου εξηγεί τιμές και γραμμάρια, συσκευασίες και υλικά. Κάπου στα μισά, το μυαλό μου ζητάει να σηκωθεί για να πάει τουαλέτα και αφήνει τον αυτόματο πιλότο ώστε μετά το τέλος κάθε πρότασης της γαλλιδούλας να λέω Oui.Παίρνω μια σακούλα και τη γεμίζω γλυφιτζούρια. Επεξεργάζομαι τα μπισκότα, τα κουτιά τους, τις καραμέλες. Για ένα δευτερόλεπτα ξαναείμαι ο εαυτός μου και βαδίζω γρήγορα προς το ταμείο. Η πωλήτρια χαμογελάει και με ρωτάει αν θέλω να δω και τις σοκολάτες, δείχνοντας μου ένα ακόμα μακρόστενο δωματιάκι. Ξανακύλησα. Μπαίνω στο δωματιάκι και περνάω ένα δεκάλεπτο προσπαθώντας να μαντέψω τι μπορεί να σημαίνουν μερικά από τα υλικά που διαβάζω. Δεν μπορώ και δεν μπορεί ούτε και η πωλήτρια να μου εξηγήσει. Δε με ενδιαφέρει. Αγοράζω μια συσκευασία με 9 τετράγωνα κομμάτια σοκολάτας, το καθένα διαφορετικό από τα άλλα. Επιστρέφω στο ταμείο ελπίζοντας αυτή τη φορά η κοπέλα να μου δείξει οίκτο. Αν συνεχίσει να μου μιλάει με τα καταπληκτικά γαλλικά της είμαι ικανός να αγοράσω μέχρι και καραμελωμένους ιππόκαμπους. Βάζω το πακέτο στην τσάντα μου, παίρνω δύο κάρτες από το μαγαζί και ξαναβγαίνω στο δρόμο.

Φτάνοντας κοντά στο Ile De La Cite αρχίζω να παρατηρώ τα πρώτα μαγαζιά με σουβενίρ-και να συγκρίνω τιμές. Μπαίνω στο φθηνότερο, το οποίο το έχει ένας πολύ φιλικός μαύρος. Τελικά δεν τη γλίτωσα, από τη μαύρη θα ψωνίσω. Αγοράζω μερικά σφηνοπότηρα, κανα δυο μπερέδες και μερικές κάρτες. Αφήνω και κάτι για μετά, ώστε να έχω λόγο να μπω και σε άλλα μαγαζιά. Τελικά έχω δεν έχω πάλι στο Quartier Latin θα τριγυρίσω. Δεν είναι άσχημα, ο καιρός είναι καλός, τα πόδια μου δε με πονάνε και προς το παρόν δεν έχω λόγο να κάνω στάση σε κάποιο καφέ. Κάθομαι σχεδόν για ένα εικοσάλεπτο στο Pont au double, παρατηρώντας την κίνηση: Όλοι φαίνονται να επωφελούνται από την ωραία μέρα και τελικά καταλήγω να κάνω τον φωτογράφο για ένα γκρουπ από χαμογελαστούς Ρώσους. Μου λένε ένα ειλικρινές Thank you, τους απαντώ Perestrojika και μπλέκομαι πάλι στα στενά δρομάκια του Latin. Μπαίνω σε βιβλιοπωλεία, σε μαγαζιά με φωτογραφίες, σε μαγαζιά με σουβενίρ, προσπαθώ να συνεννοηθώ και σε γενικές γραμμές, αυτή την τελευταία (προτελευταία στα χαρτιά) μέρα επιχειρώ να γίνω όσο πιο τουρίστας γίνεται.

Όταν η ώρα πλησιάζει αδυσώπητα μια σκέφτομαι δύο πράγματα. Πρώτον τι καλά που θα ήταν να ξυπνούσα κάθε μέρα στο Παρίσι (σαν Bill Murray στο Groundhog Day, μόνο που θα φρόντιζα να μην βάλω μυαλό ) και δεύτερον ότι πρέπει να κάνω ένα πλάνο για το που θα φάω. Θα μπορούσα να ξαναπάω στο φτερωτό μυρμήγκι και να επιχειρήσω να κλέψω την τσαγιέρα. Ξαφνικά θυμάμαι ότι η Βίκυ μου είχε προτείνει μια Brasserie κοντά στο Pompidou. Γιατί όχι;

Ο καιρός έχει ψιλοχαλάσει. Καλά θα κάνω να βιαστώ. Το βάδισμα-ρέμβασμα αρχίζει να γίνεται αποφασιστικό τρέξιμο καθώς νιώθω ψιχάλες πριν ακόμα περάσω το Ile De la Cite. Πλέον ξέρω το δρόμο οπότε δεν χρειάζεται να συμβουλευτώ χάρτη. Μια ευθεία είναι. Περνάω μπροστά από το Δημαρχείο και σταματάω στο κόκκινο φανάρι. Πέντε μέρες στο Παρίσι και ειλικρινά δεν θυμάμαι να άκουσα κορνάρισμα από οδηγό. Ναι, ξέρω γι αυτό άλλωστε είναι και φλώροι οι Γάλλοι, μόνο οι έλληνες έχουν γονίδια από David Hasselhoff και σώζονται. Σκέφτομαι να πετάξω στη μέση του δρόμου τον χαμογελαστό γιαπωνέζο που περιμένει δίπλα μου για να δω αν κάποιος επιτέλους θα κορνάρει αλλά ανάβει πράσινο. Βρίσκομαι και πάλι στην πίσω πλευρά του Pompidou και καθώς στρίβω αριστερά, φτάνοντας σε μια μικρή πλατεία με ένα σιντριβάνι που θα μπορούσε να έχει σχεδιάσει ο Tim Burton βλέπω ένα μαγαζί με τις πιο όμορφες καρτ ποστάλ που έχω δει μέχρι στιγμής (ζητώ συγνώμη σε όσους έλαβαν τον στάνταρ πύργο του Άιφελ). Παρότι πεινάω, σπαταλάω τουλάχιστον μισή ώρα μελετώντας τις κάρτες. Διάσημες προσωπικότητες με φόντο το Παρίσι, ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την κορυφή της Notre Dame,αναπαραστάσεις από αφίσες του Moulin Rouge.. Tελικά αγοράζω δύο κάρτες που απεικονίζουν τον ίδο θεσπέσιο γυναικείο κώλο (με δαντελωτό εσώρουχο όμως. Τέχνη, όχι πορνό). Στο δρόμο προς το Bistrot de Beaubourg αποφασίζω να πάρω ένα τηλέφωνο τη Βίκυ για να δω αν θα βρεθούμε. Μάλλον όχι, αλλά τελικά κανονίζουμε να τα πούμε αύριο, στις εντεκάμιση, στη στάση του μετρό κοντά στο ξενοδοχείο μου. Πλέον μπορώ άνετα να πάω για φαί.

Σήμερα θέλω κάτι σίγουρο: Ζουμερό μοσχαρίσιο φιλέτο, με πατάτες, σαλάτα ντομάτα και μια μπύρα. Επίσης θέλω να ρίξω και πάλι μια ματιά στον κώλο με το εσώρουχο αλλά δεν μπορώ να βρω πουθενά την τσάντα-που περιέχει και τα υπόλοιπα σουβενίρ. Βγαίνω τρέχοντας από το εστιατόριο, προς τον τηλεφωνικό θάλαμο και η τσάντα ευτυχώς είναι εκεί και με περιμένει. Δεν με νοιάζει για τους μπερέδες και τα σφηνοπότηρα-αν τελείωναν όμως οι φωτογραφίες του κώλου; Άρχισε και πάλι να βρέχει.

Μπλέκομαι με το πλήθος στους δρόμους κοντά στο εμπορικό κέντρο-η Βίκυ μου είπε ότι μέσα θα βρω γραφείο για να βγάλω εισιτήριο. Καταφέρνω να φάω γύρω στο δίωρο κοιτώντας τις βιτρίνες από τα μαγαζιά και άλλη μια ώρα στο Fnac. Θυμάμαι ότι ο Κωστόπουλος έκλεβε βιβλία από το Fnac, προκειμένου να χορτάσει την λογοτεχνική του πείνα. Δακρύζω. Μπορεί να με έφαγε το περπάτημα αλλά έφτασα σε αυτό το φορτισμένο από ιστορικές μνήμες μέρος. Είναι το προσωπικό μου Camino De Santiago. Πάντως το Oldboy σε DVD δεν το είχαν.

Το γραφείο των SNCF έχει τρεις υπαλλήλους και τουλάχιστον 20 άτομα ουρά. Έχει έρθει η σειρά μου όταν ο υπάλληλος που μου αντιστοιχεί αποφασίζει να κάνει παύση και μου κολλάει στα μούτρα την ταμπέλα «κλειστό». Αρχίζω να εκνευρίζομαι, μιας που το πνεύμα των διακοπών είναι στα τελευταία του. Δύο Αγγλίδες μονοπωλούν το διπλανό γκισέ τουλάχιστον για είκοσι λεπτά, μιας που προσπαθούν να βρουν το απόλυτα φθηνότερο εισιτήριο για κάποιον προορισμό που δεν κατάφερα να ακούσω. Όσο και να γελάνε λέγοντας «χιχιχιχι, σας ταλαιπωρούμε τώρα» δεν το βρίσκω διασκεδαστικό. Ίσως φταίει ότι και οι δύο έχουν σεξ απίλ ομαδικού τάφου. Τελικά ελευθερώνεται το διπλανό ταμείο και μιας που δεν εμπιστεύομαι τα γαλλικά μου για τέτοιες συνεννοήσεις μιλάω στα Αγγλικά. 5 λεπτά (και 90 ευρώ) πιο μετά έχω ξεμπερδέψει. Αρχίζω μια μακριά πορεία που με φέρνει στα Champs Elysees. Χαζεύω τα φωτάκια και αφήνω τη βροχή να με χτυπάει-άλλωστε απεχθάνομαι τις ομπρέλες. Αποφασίζω να επιστρέψω στο ξενοδοχείο, να κάνω ένα μπάνιο και να ετοιμάσω τα πράγματα. Παρά το ότι αρχίζω να κουτσαίνω εμφανώς, επιλέγω τον ποδαρόδρομο. Επειδή μ αρέσει να ξεχωρίζω, παίρνω και μια μπαγκέτα με κοτόπουλο και ανηφορίζω την Champs Elysees. Κουτσός, σκυφτός και με μια μπαγκέτα στο χέρι, μοιάζω με τον Κουασιμόδο που πετάχτηκε για ένα σνακ.

Mc Μπλιάχ

Θέλετε να δοκιμάσετε τα όρια σας; Να δείτε πόσο σκληρός είναι ο οργανισμός σας και τι αντίξοες συνθήκες μπορεί να αντέξει; Εγώ χτες ήθελα ακριβώς αυτό,αλλά επειδή η Λεγεώνα των Ξένων ήταν πλήρης αποφάσισα να φάω στα McDonald`s .Οκέι,το ξέρω ότι το να κάνεις πλάκα για τα McDonald`s είναι μια εύκολη όσο και κακόψυχη απόπειρα κωμωδίας, σαν να κοροϊδεύεις παιδιά με ειδικές ανάγκες ή τον Τσατσαρέλη αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή στο «εστιατόριο»,εκτός από την δίμετρη φιγούρα του Ronald McDonald που είναι ικανή να τραυματίσει ένα παιδί περισσότερο και από τον κλόουν του It, ήταν η εντατική προώθηση του νέου προϊόντος «Big Tasty». Mε ένα τέτοιο όνομα, ΕΠΡΕΠΕ να το δοκιμάσω. Το μέγεθος ήταν ικανοποιητικό, κάτι σαν φρίσμπυ για μικρά παιδιά. Περιέργως και η γεύση του θύμιζε φρίσμπυ για μικρά παιδιά. Το σάντουιτς αυτό αποτελείτο από ένα αμφιβόλου προελεύσεως μπιφτέκι (πιθανότατα από κάτι με περισσότερα από τέσσερα πόδια), μπέικον από ανακυκλωμένο φελιζόλ, ένα φύλλο μαρούλι που μάλλον αυτοκτόνησε από κατάθλιψη και σάλτσες με έντονη το πικάντικο στοιχείο για να κρυφτεί η έντονη γεύση του λαδιού μηχανής. Το όλο, μόλις για 2,50 ευρώ επειδή ήταν προσφορά, σε καμιά εβδομάδα θα κοστίζει όσο μια υποθήκη. Επιχείρησα να πνίξω το όλο αποτέλεσμα με μια μεσαία νερωμένη Φάντα αλλά το μπιφτέκι συνέχισε να θέλει να βγει δια της λανθασμένης οδού τουλάχιστον για ένα δίωρο.

Τελική ανάλυση: Οι άνθρωποι ακόμα αναρωτιούνται γιατί προτιμώ να φάω τα νύχια μου.

15.2.05

We'll always have Paris - μέρα 4η: Όπου κάνει την εμφάνισή του ο Popalong Cassidy

Το ξύπνημα σήμερα είναι πιο δύσκολο απ’ότι συνήθως. Το πάπλωμα με κρατάει καρφωμένο στη θέση μου σαν πρωταθλητής της ελληνορωμαικής και η τηλεόραση έχει μείνει ανοιχτή από το προηγούμενο βράδυ. Τα σεξουαλικά μου όνειρα είναι σαφώς επηρεασμένα μιας και αντί για 18χρονες Τσέχες πλέον πρωταγωνιστούν νόστιμες Γαλλιδούλες που δεν μου απευθύνουν τίποτα πιο περίπλοκο από απλά «oh la la!». Δεν έχω καν το κουράγιο να σηκώσω το κεφάλι μου για να δω τι καιρό κάνει. Αν έχει ακόμα χιόνι, ορκίζομαι ότι θα πάω στη μέσω των Jardins Des Tuileries για πικνίκ και θα περιμένω να παγώσω όπως ο Jack Nicholson στo Shining. Προσπαθώ να συνέλθω. Το γεγονός ότι είναι η τέταρτη μέρα μου στο Παρίσι με θλίβει, μιας που η απαισιόδοξη φύση μου σκέφτεται ήδη ότι έχω περάσει το turning point και ότι πρέπει να σκεφτώ να βγάλω το εισιτήριο επιστροφής. Η σκέψη ότι είμαι ηλίθιος περνάει από το μυαλό μου στυλάτη και ασπρόμαυρη, σαν το τρέιλερ του Sin City αλλά την καταχωνιάζω στα συρτάρια του μυαλού μου σαν απλήρωτο λογαριασμό που θα επανέλθει στο προσκήνιο μόνο όταν μου κόψουν το ρεύμα. Αποφασίζω ότι ο χρόνος είναι εναντίον μου και πρέπει να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Τινάζω από πάνω μου το πάπλωμα με προδοτική κίνηση και στέκομαι αμέσως στα πόδια μου.

Η ξαφνική πνοή ενέργειας πεθαίνει άδοξα όταν καταλαβαίνω ότι οι φουσκάλες δεν έσπασαν τα μπλόκα στην εθνική οδό της πατούσας μου αλλά έφεραν μαζί και τις οικογένειές τους και ψήνουν αρνιά. Είμαι απελπισμένος, νιώθω τη μέρα μου ήδη χαμένη και αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να τηλεφωνήσω στη ρεσεψιόν για να ζητήσω να μου ενεργοποιήσουν τα συνδρομητικά κανάλια. Μόλις 12 ευρώ τη μέρα και έχεις στη διάθεσή σου με ένα κουμπί αριστουργήματα όπως Alien Vs Predator, White Chicks (τα οποία διαφημίζει χωρίς ντροπή το φυλλάδιο που η Serena Williams αφήνει στο δωμάτιο μου όταν λείπω) καθώς και δύο κανάλια με συνεχείς ταινίες σεξ. Ανώφελο, μιας και καμία από τις σιλικονάτες πορνοστάρ δεν θα είναι διατεθειμένη να κάνει όσα βλέπω εγώ στον ύπνο μου. Κουτσαίνοντας φτάνω στο παράθυρο (η απόσταση είναι ένα μικρό βήμα για έναν άνθρωπο αλλά ένα τεράστιο για τα πληγωμένα πόδια μου) και τραβάω την κουρτίνα. Χιόνι δεν υπάρχει και είναι ενθαρρυντικό. Υπάρχει ήλιος, το οποίο είναι επίσης ενθαρρυντικό αλλά δεν τον πολυεμπιστεύομαι. Δεν έχω πρόγραμμα για σήμερα, δεν ξέρω πόσο θα περπατήσω ή πόσο χρόνο θα περάσω σε καφέ και brasseries αλλά αποφασίζω να πάρω στην τσάντα μου γάντια. Ντύνομαι στα γρήγορα, κατεβαίνω στο ισόγειο (που μυρίζει αόριστα βραστό κρέας) αφήνω το κλειδί σε μια ανώνυμη φάτσα στην ρεσεψιόν και βγαίνω.

Κάνει κρύο. Ο ήλιος είναι παρών αλλά αδιαφορεί σαν πρώην γκόμενα στην πρώτη κοινή συνάντηση με φίλους. Η Rue de Levis είναι όπως πάντα πολυσύχναστη, αλλά όπως ξέρει όποιος έχει ασχοληθεί με αθλητισμό, ότι και να συμβεί εσύ δεν χάνεις από τα μάτια τον παίχτη σου. Ο δικός μου παίχτης λέγεται La Brioche Doree και κάθομαι στο τραπέζι που έχω αρχίσει και συμπαθώ. Παραγγέλνω ένα χυμό πορτοκάλι και ένα κρουασάν μήλο, προσπαθώντας να καταλάβω τι διάλο μου λέει η ιδιοκτήτρια η οποία προσπαθεί να μου τραβήξει την προσοχή σε μια αφίσα. Κατά τα φαινόμενα, το Brioche Doree κάθε μέρα βγάζει κάθε μέρα και από μια προσφορά και σήμερα αν παραγγείλω και μια ζεστή σοκολάτα παίρνω τζάμπα ακόμα ένα κρουασάν. Ποιος είμαι εγώ για να αντισταθώ στις σειρήνες του μάρκετινγκ; Παίρνω μια σοκολάτα και ζητάω ένα pain au chocolat. Κάθομαι στο τραπέζι και προσπαθώ να βρω μια δικαιολογία για να καταβροχθίσω ένα τόσο πλούσιο πρωινό. «Κάνει κρύο» λέω και το ευσυνείδητο μισό μου απαντάει «σε μια ωρίτσα πάλι θα θέλεις να καθίσεις κάπου και να πάρεις κάτι. Θα σκάσεις, αμάν πια». «Ναι αλλά έχω περπάτημα σήμερα, χρειάζομαι ενέργεια» επιμένω, περνώντας από σκάνερ το pain au chocolat για να βρω τη λιγότερη οχυρωμένη πλευρά του. «Σκατά», έρχεται η απάντηση, «έτσι που είναι τα πόδια σου την περισσότερη μέρα θα την περάσεις καθιστός ή ξάπλα».

Εκνευρισμένος, δίνω στο άλλο μου μισό 5 ευρώ και τη μέρα off για να πάει να παίξει ηλεκτρονικά αλλά η αλήθεια είναι ότι το πρωινό είναι υπερβολικό. Πίνω το χυμό, τρώω το κρουασάν με το μήλο, πίνω δυο γουλιές σοκολάτα και βάζω το Pain au chocolat στην τσάντα, τυλιγμένο με χαρτοπετσέτες. Λέω το πιο ευγενικό "au revoir" που μπορώ να μανατζάρω χωρίς να ακουστώ φλώρος και βαδίζω προς την Boulevard de Courcelles όπου είναι και το μετρό. Προσπαθώ να αποφασίσω που ακριβώς να πάω: Μονμάρτρη όχι, αν και είναι κοντά. Προτιμώ να δω καλύτερα το Saint Germain de Pres και από εκεί, περπατώντας αν μου το επιτρέπουν τα πόδια μου, πάλι στο Quartier Latin περνώντας και πάλι από Notre Dame. Ο πιο φωτεινός ουρανός θα με βοηθήσει να βγάλω και καλύτερες φωτογραφίες. Παίρνω τη γραμμή 3 και μετά από 2 στάσεις κατεβαίνω στην Gare Saint Lazare για την ανταπόκριση με την 12. Είναι μόλις πέντε στάσεις μέχρι την Rue Du Bac, από όπου έχω ξαναπεράσει την δεύτερη μέρα, αλλά προλαβαίνω έναν ερασιτέχνη βιολιτζή που εισβάλλει με το έτσι θέλω στο βαγόνι και παίζει μια άγνωστη μελωδία που εμένα με χτυπάει κατευθείαν στο συκώτι. Βγαίνω αγριεμένος μια στάση νωρίτερα.

Ομολογώ ότι κάτω από το φως του ήλιου η περιοχή είναι πολύ όμορφη και η κίνηση σημαντικά αυξημένη από ότι την Τρίτη, που τυλιγμένη στο σκοτάδι θύμιζε Μόρντορ. Έχω πλήρη άγνοια για τις ατραξιόν που μπορώ να δω οπότε, ως γνήσιος φαν του Ford Prefect, ανοίγω τον πιστό μου οδηγό και κοιτάω τα σχέδια. Υπάρχει η εκκλησία Saint Germain de Pres πάνω στην ομώνυμη λεωφόρο οπότε καλύτερα να βαδίσω προς τα εκεί. Περνάω πάλι έξω από την brasserie του Καμαμπέρ και της ομελέτας και τα περιποιημένα ζαχαροπλαστεία της περιοχής (βγάζοντας φωτογραφία κανά δυο βιτρίνες με προκλητικά εκλέρ). Σύμφωνα με τον οδηγό στο δρόμο μου υπάρχουν δυο πολύ γνωστά καφέ, το Les Deux Magots και το Cafe de Flore, και τα δύο στέκια των Παριζιάνων - και όχι μόνο - διανοούμενων του αιώνα που πέρασε. Δεν αξίζει όμως τον κόπο να πληρώσω 8 ευρώ για μια σοκολάτα μόνο και μόνο για να πιω καφέ στο ίδιο μέρος όπου κάποτε έπινε ο Hemingway οπότε προτιμώ να αγοράσω 2-3 κάρτες από ένα περιποιημένο βιβλιοπωλείο εκεί δίπλα. Αρχίζω να νιώθω τα πόδια μου να καίνε και κάνω στάση στην εκκλησία, περνώντας ένα δεκάλεπτο καθισμένος. Δεν βλέπω κάποια βελτίωση-η υπέρτατη οντότητα δεν ασχολείται με τέτοια ασήμαντα θέματα αν και κατά το «κατ εικόνα και καθ ομοίωση» θα ‘πρεπε και η ίδια να ξέρει τι ζόρι είναι. Βγαίνω από την εκκλησία και δίνω πενήντα σεντς στον ζητιάνο απέξω όταν, μετά από 10 βήματα θυμάμαι το κρουασάν που έχω και επιστρέφω να του το δώσω. Πιάνουμε κουβέντα και μου λέει ότι είναι Ούγγρος που έχει περάσει και από Κρήτη, από την οποία εκτίμησε το τοπίο αλλά λιγότερο τους ανθρώπους. Exactly MY FUCKING POINT OF VIEW. Tον χαιρετάω και κατευθύνομαι προς την Rue de Buci και τα κοντινά στενά.

Κόσμος και κοσμάκης έχει βγει να πάρει μια δόση από ήλιο και εγώ κάνω το ίδιο. Θυμάμαι ότι κάπου εκεί είναι και στο σπίτι όπου έζησε ο Victor Hugo, το οποίο σύμφωνα με την Άλκηστη μπορείς να επισκεφθείς. Με βγάζει λίγο εκτός δρόμου μιας που πρέπει να πάω από εκεί που ήρθα. Ο δρόμος είναι πολύ γραφικός αλλά εκτός από μια ταμπέλα δεν βλέπω κάπου είσοδο για να μπω. Σημειώνω στο μυαλό μου να μην στείλω κάρτα στην Άλκηστη. Αποφασίζω ότι είναι ώρα να κατευθυνθώ προς το αγαπημένο μου Quartier Latin. Με μεγάλα έξοδα σε ενέργεια κατευθύνομαι προς τον Σηκουάνα που έχει ένα πράσινο, αλλά όχι τροπικό, χρώμα και βαδίζω προς Ile De La Cite. Απολαμβάνω το πανόραμα τραβώντας μερικές φωτογραφίες εδώ και κει, περισσότερο για να δικαιολογήσω μερικές σύντομες στάσεις παρά γιατί τις έχω απόλυτη ανάγκη. Το παγκόσμιο χωριό γιορτάζει σήμερα. Τα ρώσικα μπλέκονται με τα ισπανικά, Γιαπωνέζοι τραβάνε φωτογραφία αφρικάνους και Πολωνοί αγκαλιά με Γερμανούς συζητούν για το 1939. Φτάνω στην Place Du Petit Pont και επιτέλους, πιστεύω ότι κέρδισα το δικαίωμα να μπορώ να καθίσω σε ένα παγκάκι και απλά να χαζέψω την κίνηση. Ξαφνικά θυμάμαι ότι πρέπει να πάρω και ένα τηλέφωνο την μυστηριώδη Νάνσυ, για να κανονίσουμε που να βρεθούμε. Κοντά μου βρίσκονται τέσσερα τηλέφωνα τα οποία όλα φτύνουν την κάρτα μου. Βρίζω θεούς, δαίμονες και τον Γαλλικό ΟΤΕ μέχρι που καταλαβαίνω ότι η κάρτα μου άδειασε. Ζητάω συγνώμη από τον Γαλλικό ΟΤΕ αλλά όχι από τους υπόλοιπους, στους οποίους ούτως ή άλλους τα έχω κρατημένα από καιρό. Άλλα 7,5 ευρώ ακολουθούν το μόνοδρομο που οδηγεί έξω από την τσέπη μου (και που τώρα τελευταία γνώρισε απίστευτες εξόδους) και με τη νέα μου κάρτα επιστρέφω στο θάλαμο. I m back you bastard. Παίρνω το νούμερο.

Η Βίκυ, και κυρίως η κουρασμένη φωνή της που ηχεί από τα νερά της Στύγας, μου θυμίζει ότι χθες ήταν Tσικνοπέμπτη και κάποιο άνθρωποι δεν έπεσαν για ύπνο από τις 10. Τσικνοπέμπτη. Nιώθω οργή με τον εαυτό μου που ξέχασα τις παραδόσεις μας και νιώθω την ανάγκη να φάω επιτόπου δύο κοτόπουλα για να ζητήσω συγχώρεση από τον Ελληνισμό. Με τη Βίκυ (την οποία συνεχίζω να έχω καταχωρήσει μυστηριωδώς ως Νάνσυ) κανονίζουμε να βρεθούμε στο σιντριβάνι του Saint Michel. Δεν έχω ιδέα ποιο είναι το εν λόγω σιντριβάνι αλλά υπόσχομαι στη Βίκυ να ρωτήσω και να συναντηθούμε εκεί στη μία. Μιας και δε γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο την ενημερώνω ότι θα είμαι ο μοναδικός εκεί που θα έχει το ύφος ηλίθιου τουρίστα. Κλείνοντας το τηλέφωνο και σηκώνοντας το κεφάλι αντικρίζω μπροστά μου ένα περίεργο θέαμα: Ένα σιντριβάνι με τα αγάλματα δύο δράκων δεξιά και αριστερά, ενώ στο κέντρο και υπερυψωμένος, ένας τύπος με ρομφαία πατάει στο λαιμό έναν τύπο με κέρατα. Για ένα δευτερόλεπτο εξετάζω το ενδεχόμενο να είναι διαφήμιση για το Constantine αλλά οι ελάχιστες πλέον γνώσεις που έχω κρατήσει από τα θρησκευτικά με ειδοποιούν με φαξ ότι είναι ο Αη Μιχάλης και ο διάολος. Νιώθω δέος σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς μπροστά στην προφανή λύση κάποιου αινίγματος.

Το πρόβλημα είναι ότι είναι νωρίς ακόμα. Έχω ακόμα μιάμιση ώρα μέχρι το ραντεβού και οι φουσκάλες πλέον έχουν αποθρασυνθεί και κάνουν δηλώσεις στα κανάλια. Στα 30 μέτρα διακρίνω το Le Gentilhommier, το καφέ όπου είχα καθίσει και χτες. Βαδίζω με δυσκολία προς τα κει, αγοράζοντας μερικές κάρτες ακόμα για να γεμίσω το χρόνο γράφοντάς τις. Παραγγέλνω την κλασσική πλέον σοκολάτα (3,8 ευρώ) και προσπαθώ να βρω την διάθεση για να γράψω τις κάρτες χωρίς να φαίνεται ότι είμαι ταλαιπωρημένος. Τα λεπτά κινούνται αργά σαν το μυαλό του Προ μπροστά σε διψήφια νούμερα. Έχω γράψει όλες τις κάρτες και έχει περάσει μόλις μισή ώρα, νιώθω ότι προλαβαίνω να μάθω ρώσικα και να διαβάσω το Πόλεμος και Ειρήνη. Συνεχίζω με το Drive In αν και θα προτιμούσα να το κρατήσω για το βράδυ. Το καταραμένο ντράιβ ιν, τα επαναλαμβανόμενα b movies, ο καουμπόι με την τηλεόραση για κεφάλι- μ'αρέσει ο Landsdale και η τρέλα που κουβαλάει. Γύρω στις δωδεκάμιση αποφασίζω να σηκωθώ και να πάω προς το σιντριβάνι για να είμαι ως συνήθως νωρίτερα στο ραντεβού μου. Ξαναβάζω τα λιγοστά υπάρχοντά μου μέσα στην τσάντα και αφήνω 4 ευρώ στο τραπέζι. 20 σεντς φιλοδώρημα στα 4 ευρώ. Δηλαδή 5%. Είμαι τζέντλεμαν.

Παίρνω την θέση μου δίπλα στον αριστερό δράκο του σιντριβανιού και προσπαθώ να κάνω πρόβα και να πάρω φάτσα ηλίθιου τουρίστα. Πανικοβάλλομαι: Μπορώ να πάρω φάτσα τουρίστα, αλλά όχι ηλίθιου. Υπερεκτίμησα τις υποκριτικές δυνατότητες μου. Για να φανώ ηλίθιος έστω και για πλάκα πρέπει να κάνω στους μυς του προσώπου μου πάνω από δύο ώρες στρέτσινγκ. Πως θα με βρει η Βίκυ; Μπορώ απλά να γουρλώσω τα μάτια και να χαμογελάω σαν τον Jeff Βridges στο όνειρο του Lebowski αλλά αν δεν είναι αρκετό; Άλλωστε το ίδιο κάνουν οι περισσότεροι τουρίστες εκείνη τη στιγμή. Το παιχνίδι είναι χαμένο. Η ώρα περνάει και δεν βρίσκω λύση. Έχει πάει μια και σκέφτομαι να αρχίσω να ρωτάω όλες τις κοπέλες στην πλατειούλα αν είναι η Βίκυ-τουλάχιστον μέχρι να με μαζέψει η αστυνομία. Τελικά η λογική επικρατεί στον 8o γύρο με πούστικο χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Τρέχω και πάλι στο θάλαμο και ξαναπαίρνω τη Βίκυ, η οποία έχασε το λεωφορείο και θα αργήσει 5 λεπτά. Της λεω να έρθει κατευθείαν στον αριστερό δράκο (αλλά όχι και το ότι μου είναι αδύνατον να προσποιηθώ τον ηλίθιο). Επιστρέφω στον δράκο και προφυλάσσω την περιοχή που μου ανήκει δείχνοντας τις γροθιές μου στους ανύποπτους που έρχονται για φωτογραφίες. Μετά από πέντε λεπτά εμφανίζεται και η Βίκυ. Μετά τις αρχικές συστάσεις-το γεγονός ότι φαίνεται να απεχθάνεται τις τυπικότητες και ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να είχαμε χαιρετηθεί με σφαλιάρες με ενθουσιάζει-την ενημερώνω ότι πεινάω.

Έχοντας αποκλείσει τα γυράδικα μου προτείνει το εστιατόριο «Το Ιπτάμενο Μυρμήγκι».Με τέτοιο όνομα φοβάμαι να ρωτήσω τι έχει το μενού αλλά η Βίκυ με βεβαιώνει ότι το φαί είναι πολύ καλό και δεν σερβίρονται έντομα ή κολεόπτερα. Έχει δίκιο. Το Μυρμήγκι είναι πολύ όμορφο, στους τοίχους έχει ράφια με βιβλία και ένα τζάκι που μεσημεριάτικα δεν είναι αναμμένο αλλά εγγυάται μια πολύ ζεστή βραδινή ατμόσφαιρα. Το μενού θα μπορούσε να είναι γραμμένο και στα σανσκριτικά αλλά με την προτροπή της Βίκυς παραγγέλνω ένα ρολό γαλοπούλας/σολωμού και από κοινού μια Nicoise. Μέχρι να μας έρθουν τα τρόφιμα τα λέμε και η συζήτηση είναι πολύ ενδιαφέρουσα: Φτάνουμε να μιλάμε για αγορές μικρών μοσχαριών από την Δυτική ακτή της Γαλλίας, γκέη ξεναγούς μουσείων και το μοντάζ κατά Ταρκόφσκι/Αιζενστάιν. Το φαγητό έρχεται και ομολογώ ότι με ενθουσιάζει. Μπορεί γαλοπούλα και σολωμός να ταιριάζουν όσο η σαμπάνια και η σκορδαλιά αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι θεσπέσιο. Γενναίες μπουκιές καταλήγουν στην παγίδα από γαστρικά υγρά που, σαν Bond villain έχει στήσει το στομάχι μου. Επειδή δεν έχω ούτε ιερό ούτε και όσιο, τρώω και τη μερίδα του λέοντος από τη Nicoise (μιας που η Βίκυ δεν έχει το κουράγιο να μου επιτεθεί με το πιρούνι της κάθε φορά που πλησιάζω) και κλείνω το όλο με ένα κέικ σοκολάτα καμουφλαρισμένο κάτω από στρώματα κατάλευκης σαντιγί, σαν αφρικάνος αλπινιστής. Το περιβάλλον κάνει την κλεπτομανία και των δυο να βγει στην επιφάνεια: H Βίκυ, με τη δικαιολογία του «Αφού κανείς δεν τα διαβάζει» θα ήθελε να βουτήξει βιβλία από τα ράφια ενώ εγώ με το σκεπτικό «έλα μωρέ, σιγά, θα χουν κι άλλες» λιγουρεύομαι την θαυμάσια τσαγιέρα. Τελικά φεύγουμε άπραγοι.

Η επόμενη στάση, κλασσικά, είναι για ρόφημα. Η Βίκυ με ρωτάει αν πέρασα από Pompidou και προσφέρεται να μου δείξει το ναό της μοντέρνας τέχνης. Δεν είναι μακριά μου λέει, και εγώ για να μη φανώ λιγότερο σκληροτράχηλος λέω «ναι μωρέ, ας περπατήσουμε» αν και τα πόδια μου έχουν πέσει σε κώμα. Αρχίζει να χιονίζει. Περνάμε μπροστά από το δημαρχείο του Παρισιού όπου έχουν στηθεί δύο πρόχειρα παγοδρόμια όπου μπόμπιρες παίζουν χόκει και πατινάρουν, η Βίκυ μου εξηγεί για τις κακόφημες περιοχές εκεί κοντά (και πώς να πάει κανείς) και όντως, χωρίς κόπο φτάνουμε στην πίσω πλευρά του Pompidou. Για να είμαι ειλικρινής το περίμενα μεγαλύτερο αλλά όπως και να έχει είναι μια ιδιόρρυθμη κατασκευή. Έχει τόσους πολλούς σωλήνες που περιμένω από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί ο Τσάκωνας για ξεβούλωμα. Ένας ξεπαγιασμένος ζογκλέρ προσπαθεί να κάνει τα κόλπα του αλλά οι κορίνες αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές του. Τον λυπάμαι λίγο. Μπαίνουμε στο Pompidou και ρίχνουμε μια γρήγορη ματιά. Επισκεπτόμαστε μια μικρή έκθεση με πανάκριβα gadgets και αποφασίζουμε να πάμε να πιούμε κάτι κάπου αλλού και όχι ανάμεσα στα ψώνια που έχουν γεμίσει το καφέ εκεί μέσα. Δεν χρειάζεται να περπατήσουμε πολύ μιας και η Βίκυ με οδηγεί στο L' imprevue cafe (Rue Quincampoix).

Η ιδιόρρυθμη διακόσμηση και ο χαμηλός φωτισμός (σε συνδυασμό με την σκοτεινιά που συνοδεύει την, επισήμως, χιονοθύελλα που έχει ξεσπάσει) μ΄αρέσουν και επιλέγουμε ένα τραπέζι από όπου μπορώ να πάρω αγκαλιά το καλοριφέρ. Οι καρέκλες δεν είναι και οι πιο βολικές οπότε με την πρώτη ευκαιρία μεταφερόμαστε στο πρώτο που ελευθερώνεται. Η ιστορία αγάπης με το καλοριφέρ λήγει άδοξα (έτσι δε λήγουν όλες;) αλλά που και που του ρίχνω κρυφές ματιές. Συνεχίζουμε να μιλάμε επί παντός επιστητού και να θάβουμε ο ένας χαρωπά κόσμο άγνωστο στον άλλον πίνοντας σοκολάτα ενώ εγώ αναρωτιέμαι για το ποια είναι τα όρια Overdose για το κακάο. Ο γκέι σερβιτόρος είναι αντιπαθητικός και δε μας φέρνει καν νερό, λέγοντας μας να ζητήσουμε μόνοι μας από το μπαρ. Η Βίκυ τον αποχαιρετά με την ευχή «να μη σου κάτσει γκόμενος». Παρατηρώ το γλυπτό στον τοίχο. Απεικονίζει έναν κώλο. Αντρικό. Φυλάσσοντας τα νώτα μου βγαίνω και ‘γω στο χιόνι και ακολουθώ τη Βίκυ σε ένα μαγαζί που πουλάει DVD, μεταχειρισμένα και καινούρια. Πολλά και ενδιαφέροντα αυτά που βρίσκω αλλά δεν θέλω να κάνω σπασμωδικές κινήσεις και μάλλον θα εμπιστευθώ το διαδίκτυο αφού αποφασίσω τι θέλω. Ένας ηλικιωμένος κοιτάει τις τσόντες αναζητώντας απεγνωσμένα κάποιο σκίρτημα, σαν τον Elvis στο Bubba Ho Tep. Αναρωτιέμαι γιατί κάποιος μπορεί να θέλει πορνοταινία σε DVD. Συνεντεύξεις με το καστ; Τρέιλερ; Κομμένες σκηνές; Εναλλακτικό τέλος;

Η Βίκυ πρέπει να επιστρέψει σπίτι της και φοβάμαι ότι το ίδιο πρέπει να κάνω και γω. Το περπάτημα είναι βάσανο-σκέφτομαι να πάω στο μασατζίδικο και να πετάξω 30 ευρώ στην Ταιλανδέζα ζητώντας της μόνο να μου τρίψει τα πόδια. Μπαίνουμε στο μαγαζί WHY, με πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, από πλακατζίδικες παντόφλες μέχρι γούνινες χειροπέδες. Το εμπορικό κέντρο είναι τεράστιο-και υπόγειο. Βλεπουμε κανα δυο μαγαζιά-μιας και είναι η ώρα που κλείνουν, και η Βίκυ κατεβαίνει προς το μετρό. Αποφασίζουμε να βρεθούμε αύριο ή την Κυριακή. Ξαναβγαίνω στον δρόμο και αποφασίζω να γυρίσω προς το ξενοδοχείο. Δεν μπορώ να βρω που ακριβώς έχω βάλει το pass και εκνευρισμένος αγοράζω εισιτήριο προκειμένου να μη χρειαστεί να αδειάσω την τσάντα για να το βρω. Το ταξίδι προς το Villiers δεν έχει ευτράπελα. Βγαίνοντας στην Boulevard De Courcelles μου, σκέφτομαι ότι έχουν περάσει τέσσερις ημέρες και δεν έχω δει καν την περιοχή που μένω. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή αλλά δεν φημίζομαι για το σωστό μου timing. H πρώτη παράλληλη της Lebouteux είναι η Rue des Dames, που είναι γεμάτη από εστιατόρια. Κάθε πέντε μέτρα και άλλη μια φωτεινή ταμπέλα. Οι φουσκάλες πλέον έχουν γίνει συμβιωτικοί οργανισμοί, σαν short story του Stephen King. Έχω 10 μικρά να ταίσω. Cover me,I m going in.

14.2.05

Valentine's special: Shop till you Drop!

Άγιος Βαλεντίνος σήμερα και όλοι εσείς που είστε μόνοι, που έχετε φράγκα αλλά όχι και που να τα ξοδέψετε, είσαστε το target group του shitsite. Δεν θέλετε να περάσετε τη μέρα μόνοι σας; Έχετε βαρεθεί να μην έχετε κάποιον άλλο για να νοιαστείτε; Το shitisite είναι εδώ και για σας, με τις δυο ολοκαίνουριες, αντιαλλεργικές πανέμορφες κούκλες που θα σας κρατούν συντροφιά τις νύχτες μόνο για 19,90 ευρώ. Στείλτε την παραγγελία σας στο email μας και το προϊόν θα φτάσει σε σας αυθημερόν, με κούριερ. Προσοχή, ο αριθμός είναι περιορισμένος!

Κούκλα Ιωάννα:
Ζήστε τη μαγεία και τις ευθύνες μιας πραγματικής σχέσης με την Ελένη «το κορίτσι για σπίτι!», με τεχνητή νοημοσύνη που:

  • Αν την παραμελήσετε γκρινιάζει λόγω έλλειψης προσοχής, αν ασχολείστε πολύ μαζί της γκρινιάζει γιατί δεν της δίνετε αρκετό χώρο.

  • Αν της παίρνετε λίγα δώρα γκρινιάζει γιατί δεν την σκέφτεστε. Αν της παίρνετε πολλά δώρα το ενδιαφέρον σας την πνίγει.

  • Αν έχετε τα ίδια ενδιαφέροντα βαριέται. Αν έχετε τελείως διαφορετικά, τότε δεν έχετε τίποτα κοινό.

  • Αν ζηλεύετε πολύ τσαντίζετε-αν δε ζηλεύετε καθόλου τσαντίζεται περισσότερο.

  • Σε άσχετες στιγμές δηλώνει ότι θέλει μια παύση από αυτή τη σχέση για να σκεφτεί.

  • Περιλαμβάνει πάνω από 10 Surprise Events μεταξύ των οποίων «ένας πρώην επιστρέφει από το παρελθόν και την μπερδεύει τόσο πολύ που αναγκάζεται να σας αφήσει», «κεράτωμα χωρίς κανέναν απολύτως λόγο»,«ανακάλυψα τον κίρκεργκαρτν και θέλω να επανεξετάσω τις δυνατότητες και τις επιλογές μου», 25 διαφορετικά είδη καβγάδων και φράσεις όπως «πλέον δεν σε βλέπω όπως παλιά», «μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο» και ερωτήσεις παγίδα όπως «έχω παχύνει;».

  • Δύο σκάλες ρύθμισης: «Σπάσιμο» και «Απίστευτο σπάσιμο».

Κούκλα Ντόροθι:

Διαθέσιμη μόνο σε ένα μοντέλο: Στα τέσσερα.

We'll always have Paris - μέρα 3η: To Όρμπιτ πρέπει να πεθάνει

Έχοντας ξεμπερδέψει με τα μουσεία, σήμερα είμαι άνετος. Βέβαια ξαναξυπνάω νωρίς (το εγερτήριο παραμένει στις 8 και ας είμαι κουρασμένος) αλλά δεν με πειράζει, μπορώ να καταναλώσω όση ώρα θέλω στο πρωινό. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν έχει αλλάξει πάλι. Την πρώτη μέρα ήταν ένας νεαρός λευκός, την δεύτερη μια μαύρη με ράστα και τώρα πετυχαίνω τον Danny Glover. Βγαίνω από το ξενοδοχείο και μπλέκομαι πάλι με τον κόσμο στο παζάρι, κάνοντας στάση στο Brioche Doree. Ένας χυμός πορτοκάλι και ένα pain au chocolat για να ξεκινήσει η μέρα με ενέργεια, ρίχνω μια ματιά να δω αν μπορώ να καταλάβω κάτι από τη Le Monde (δεν μπορώ) οπότε αφιερώνω τον χρόνο μου στο να παρατηρήσω μια μια τις λιχουδιές που προσφέρει το μαγαζί (μετά κατάλαβα ότι πρόκειται για αλυσίδα). Είναι πολλά αυτά που θα ήθελα να δοκιμάσω αλλά δεν ενδείκνυται, πρωί πρωί. Σηκώνομαι, τραβώντας φωτογραφία το μέρος (η υπάλληλος κρύφτηκε για να βγει καλύτερη η φωτογραφία όπως είπε) και οπλισμένος ΚΑΙ με σκούφο αυτή τη φορά παίρνω την γραμμή δυο και κατεβαίνω Pigalle.

Βασικά, για Μονμάρτρη η στάση είναι η Anvers αλλά μιας που η Άλκηστη μου είχε πει να μην πάω από Pigalle, ήταν φυσικό να κατέβω εκεί. Το πρώτο πράγμα που βλέπεις βγαίνοντας από το μετρό είναι το Moulin Rouge. Με μια δεύτερη ματιά, βλέπεις ότι η περιοχή είναι γεμάτη sex shop και live show - άρα και κακόφημη εξ ορισμού. Λεφτά δεν κουβαλάω πολλά και η μηχανή μου είναι μια Kodak μιας χρήσης οπότε τι να μου κλέψουν; Αποφασίζω να το κόψω με τα πόδια. Το χιόνι πλέον έχει καλύψει τα πάντα και σήμερα φοράω αναγκαστικά τις μπότες. Η περιοχή που διασχίζω δεν έχει κάτι το χαρακτηριστικό (εκτός από τα μαγαζιά που ανέφερα) και μιας που, η αλήθεια να λέγεται, δεν μπαίνω στα στενάκια, Μονμάρτρη μυρίζει μόνο πλησιάζοντας στην στάση Anvers. Δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο προορισμό αλλά πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσω από τα δύσκολα: Να ανέβω στην Sacre Coeur. To παχύ χιόνι και οι βαριές μπότες μου δυσκολεύουν τα πράγματα, σε συνδυασμό με την ανηφόρα και τα άφθονα σκαλιά. Κάνω τουλάχιστον δύο ενδιάμεσες στάσεις κοιτώντας τον χάρτη για να κρύψω το γεγονός ότι ασθμαίνω με δυσκολία και συνεχίζω πιάνοντας την κουβέντα με ένα γκρουπάκι γιαπωνέζες, οι οποίες με ρωτάνε τι είναι «εκείνο εκεί». Το «εκείνο εκεί» είναι η διόλου ευκαταφρόνητη Sacre Coeur, μια πολύ όμορφη εκκλησία πάνω στο λόφο της Μονμάρτρης και πουλάω μούρη στα χαζογιαπωνεζάκια με κάτι ψιλά που έχω διαβάσει στον οδηγό το ίδιο πρωί.

Συνεχίζουμε μαζί την πορεία στην κορυφή και επισκεπτόμαστε το εσωτερικό της εκκλησίας που είναι όντως πολύ όμορφο. Από τον λόφο δεν φαίνονται και πολλά, η ορατότητα είναι σημαντικά περιορισμένη. Τραβάμε φωτογραφίες όπως και να χει και μετά πίνουμε κάτι σε ένα από τα καφέ που συναντάμε κατεβαίνοντας από τον λόφο. Μαθαίνω ότι έχουν τελειώσει το σχολείο και οι δικοί τους τα έστειλαν ταξίδι-βραβείο στην Ευρώπη. Οι δικοί μου θεώρησαν τόσο αυτονόητο ότι έπρεπε να τελειώσω το σχολείο που δεν φιλοτιμήθηκαν να με στείλουν στην Γιοκοχάμα... Με χαιρετούν με υποκλίσεις και εγώ συνεχίζω προς άγνωστη κατεύθυνση, με την ελπίδα να συναντήσω κάποια Location από την Αmelie. Σταματάω σε ένα από τα πολλά μαγαζιά με σουβενίρ για να πάρω μερικές κάρτες ενώ από ένα μικρό σουπερμαρκετ αγοράζω ένα λίτρο χυμό πορτοκαλάδα που βάζω στην τσάντα που κουβαλάω. Συνεχίζω μέσα στο κρύο, περνώντας όμορφα μπαρ και στενά δρομάκια αλλά μην ξέροντας αν υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να δω. Σε μια γωνία βγάζω και πάλι τον χάρτη για να δω που διάβολο είμαι και δύο ηλικιωμένες Γαλλίδες σπεύδουν να με ρωτήσουν αν έχω χαθεί. Αφού κάνουν μια μίνι σύσκεψη (στην οποία μετά από λίγο συμμετείχε και ένα τραβεστί από το Udine) με στέλνουν στην κατεύθυνση από την οποία είχα φτάσει, λέγοντας μου να στρίψω προς το λόφο. Τις ευχαριστώ και γυρίζω πίσω, λίγο δύσπιστος.

Όντως είχα χάσει μια σημαντική περιοχή και με νέο κουράγιο συνεχίζω το περπάτημα. Μια μαύρη με πλησιάζει λέγοντας μου «Bonjour monsieur» ζητώντας πληροφορίες για το που είναι το δημαρχείο της ζώνης. Δεν έχω ιδέα φυσικά αλλά με τη βοήθεια του χάρτη το βρίσκει (στο περίπου) και κάνουμε ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου μαζί. Μαθαίνω ότι τη λένε Wendy, είναι Καμερουνέζα και ότι ζει στο Κατάρ, όπου είναι παντρεμένη, και ασχολείται με την παραγωγή ταινιών (άντε Θωμά, για σένα δουλεύω!). Σκέφτομαι να της προτείνω το Super Tom, για full feature αλλά συγκρατούμαι. Εγώ φοράω μπότες και αυτή αθλητικά, αν αρχίσει να τρέχει δεν την φτάνω. Συνεχίζουμε να ψάχνουμε το δημαρχείο και μου λέει ότι ουσιαστικά δεν θέλει το δημαρχείο αλλά ένα γυμναστήριο που της είπαν ότι είναι κοντά. Σχεδιάζει να μεταφερθεί στο Παρίσι και θέλει να βρει ένα γυμναστήριο για να μην χάσει την φυσική της κατάσταση. Τελικά μετά από πολύ δρόμο ανακαλύπτουμε το γυμναστήριο (Club Montmartrois, στην Rue Duheme ) και εκεί ένα απίστευτο σκυλί 80% Πέγκυ Ζήνα και 20% Στανίση της δίνει τις πληροφορίες που ήθελε (119 ευρώ το μήνα!!). Φεύγοντας, η Wendy προσφέρεται να μου δείξει το μανάβικο του κύριου Collignon από την Amelie, το οποίο είναι πραγματικά μια τρύπα. Ο Collignon δεν ήταν εκεί, οι καρτ ποστάλ και τα CD που πουλάει (στα οποία τραγουδάει ο ίδιος γνωστές επιτυχίες) με κάνουν να καταλάβω ότι ο τύπος έχει γίνει σταρ και δεν πολυπατάει στο μανάβικο. Τη δουλειά έχει αναλάβει ο συμπαθέστατος Rashid, που έχει συνηθίσει μάλλον την κίνηση γιατί με τραβάει πολύ πρόθυμα φωτογραφία μπροστά στο μαγαζί. Αγοράζω και μια σοκολάτα.

Αφού αποχαιρετώ την Wendy,παίρνοντας το mail της, αρχίζω να κατηφορίζω προς το μετρό. Έχω πεινάσει και παίρνω μια μικρή μπαγκέτα με κοτόπουλο από το μικρό και πολύ καλοφροντισμένο φούρνο Μireille et Michel Carnet (Rue Lepic 40),και τραβάω και μια φωτογραφία .Μασουλώντας κατεβαίνω την πολυσύχναστη Rue Lepic όταν, σχεδόν χωρίς να το προσέξω, περνάω έξω από το Cafe des Deux Moulins, πάλι από το φιλμ Αmelie.Φυσικά τέτοια ώρα είναι γεμάτο αλλά δεν είχα σκοπό να καθίσω ούτως η άλλως. Φτάνω στο μετρό (Αnvers) και στην επόμενη στάση (Βarbes Rochechouart) αλλάζω γραμμή και παίρνω την 4. Αποφασίζω να κατέβω στο Les Halles και να συνεχίσω με τα πόδια προς Ile Della Cite. Η κίνηση του βαγονιού με νανουρίζει και νιώθω χαλαρός, μέχρι που σε κάποια στάση κάποιος από τη Μέση ανατολή μπαίνει κουβαλώντας ένα ηχείο και ένα κασετόφωνο και, αφού βάλει μουσική στο φουλ, αρχίζει να τραγουδάει το Dragostea. Ο σουρεαλισμός της στιγμής είναι έντονος και γίνεται ακόμα μεγαλύτερος όταν καταλαβαίνω ότι ο τύπος έχει το θράσος να απαιτεί πληρωμή. Θα του έδινα 10 σεντς μόνο και μόνο για την καλή θέληση αλλά πιστεύω ότι αυτό θα του ‘δινε κουράγιο να συνεχίζει με δεύτερο τραγούδι και οι επιβάτες θα με λύντσαραν.

Κατεβαίνω στο πολυσύχναστο Les Halles και αρχίζω να περιφέρομαι σαν αποκεφαλισμένο κοτόπουλο, χωρίς να κοιτάω καν τις οδούς. Μόνο όταν φτάνω στον μεγάλο δρόμο Rue St Dennis αποφασίζω να ελέγξω το όνομα, γιατί τα μαγαζιά που βρίσκονται εκεί έχουν μια ιδιότυπη διάταξη. Ακολουθούν το σχήμα Sex Show-Kebab-Sex Show-Kebab,προφανώς το ένα στηρίζει το άλλο προσφέροντας ή καταναλώνοντας ενέργεια από τον άμοιρο επισκέπτη. Αφού προσανατολίζομαι με γνώμονα το μαγαζί που προσφέρει Ταιλανδέζικο «πλήρες»(τα εισαγωγικά υπάρχουν και στην πινακίδα) μασάζ για 30 ευρώ, αλλάζω κατεύθυνση και πάω προς Notre Dame.

Εκεί κάπου το Παρίσι γίνεται πραγματική μαγεία. Το Ile Della Cite και ο Σηκουάνας με τα υπέροχα κτίρια από τις δυο πλευρές του είναι καταπληκτικό θέαμα αλλά ακόμα πιο όμορφο είναι το Quartier Latin, ένας λαβύρινθος από σοκάκια με καφέ, εστιατόρια και μαγαζιά με σουβενίρ που θυμίζουν Μοναστηράκι - χωρίς τη γυφτιά. Τα κινέζικα, Λιβανέζικα και Ελληνικά εστιατόρια είναι άφθονα (και ο γύρος πάντα παρών) αλλά δεν θέλω να φάω σαβούρα. Αρχίζω να αναζητώ κάτι καλό, ή τουλάχιστον κάτι όχι πρόχειρο και πέφτω πάνω στο Le Bistrot Saint Emilian (Rue De la Harpe 43). Αν υπάρχει ένα μέρος που προσδιορίζει το κιτς ως στυλ διακόσμησης, τότε είναι αυτό. Με πολύ ξύλο στους τοίχους μεν, αλλά με πιο πολλά βαλσαμωμένα ζώα και από μπαρμπεκιάδικο στο Texas. Κάθομαι σε ένα τραπέζι με θέα το κεφάλι μιας αρκούδας και νομίζω ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστεί ο Vincent Pryce να πάρει παραγγελία. Τελικά, αφού μελετάω το μενού παίρνω μια κρεμμυδόσουπα ογκρατέν και για δεύτερο πιάτο έναν κόκορα κρασάτο. Η ζεστή σούπα (πολύ ιδιαίτερη σαν γεύση) και το κοκοράκι (κικιρικικι) μου φέρνουν μια γλυκιά νύστα.

Αράζω στην καρέκλα με την ενέργεια μου να πέφτει και ακούω τους διαλόγους από τις τρεις πατσούρες αμερικάνες που τρώνε δίπλα μου. Η μία από αυτές μιλάει για τον πρώην της και λέει στις άλλες ότι ήταν τόσο ελλιπώς προικισμένος από τη φύση που τον αποκαλούσε «πόμολο». Ανοίγω με κόπο τα μάτια για να την παρατηρήσω καλύτερα: Eίναι τόσο άσχημη που μπορεί ο πρώην της να ήταν πραγματική πόρτα. Οι άλλες δυο, με μέσο όρο βάρους 150 κιλά μιλάνε για την δίαιτα Άτκινς και αποφασίζουν να μην πάρουν γλυκό. Η πομολόφιλη ρωτάει τον σερβιτόρο αν επιτρέπεται το κάπνισμα και όταν αυτός της λέει ότι τυπικά επιτρέπεται αλλά θα το εκτιμούσε αν δεν το άναβε εκείνη τη στιγμή εκείνη λέει στις φίλες της «Θα το ανάψω. Για μένα είναι μια κίνηση επανάστασης»-η μοναδική επανάσταση που μπορεί να κάνει πριν ξαναρχίσει να πνίγει τη μοναξιά της στο παγωτό και τις ηλίθιες sitcom. Η γιαπωνέζα που τρώει στο μπροστινό τραπέζι τραβάει φωτογραφία το προφιτερόλ της.

Βγαίνω ικανοποιημένος από το εστιατόριο και μπαίνω για λίγο στο μαγαζί με τα σουβενίρ ακριβώς απέναντι. Αποφασίζω να μην ψωνίσω κυρίως γιατί η έγχρωμη ιδιοκτήτρια με ακολουθεί συνεχώς λες και η ζωή μου θα ολοκληρωθεί αν κλέψω έναν τσίγγινο πύργο του Άιφελ των 2 ευρώ. Συνεχίζω να περιπλανιέμαι στην περιοχή μέχρι που η μυρωδία του γύρου μου προκαλεί δυσφορία, όπως και οι ιδιοκτήτες των γυράδικων που έχουν βγει στο δρόμο με τα μενού και προσπαθούν με διαρκή «bonjour, goodmorning, buongiorno» να σε πείσουν να φας στο εστιατόριο Μήλος, Μύκονος ή Καρυάτιδα. Κατευθύνομαι και πάλι προς Ile De La Cite, όταν αρχίζω να καταλαβαίνω ότι έχω κάποιο μικροπρόβλημα: Τα ταλαιπωρημένα πόδια μου έχουν γεμίσει φουσκάλες από το περπάτημα. Φτάνω, σχεδόν σέρνοντας τα παπούτσια μου, στην πλατεία St Andre Des Arts και κάθομαι στο La Gentilhommiere (Place St Andres Des Arts 15) για μια σοκολάτα.

Τελικά μένω τουλάχιστον μιάμιση ώρα εκεί, γράφοντας κάρτες και παρατηρώντας την έντονη-παρόλη τη βροχή-κίνηση. Όταν νιώθω λίγο καλύτερα ξαναβγαίνω στο δρόμο και με κόπο φτάνω πάλι στην Rue St Dennis, γεμάτη από κόσμο. Στα δύο βήματα από εκεί είναι το Centre Pompidou αλλά αυτό θα το μάθω την επόμενη μέρα. Προς το παρόν, βρίσκω χοντρικά την κατεύθυνση προς Champs Elysees και πεισμωμένος αποφασίζω να περπατήσω. Λάθος απόφαση όσον αφορά την κατάστασή μου αλλά οι δρόμοι που περνάω είναι πολύ όμορφοι-και χωρίς να το έχω υπολογίσει καταλήγω μπροστά στην Όπερα. Αφού εξαντλήσω και τις τελευταίες στάσεις του φιλμ σέρνω μαρτυρικά τα πόδια μου προς την Place De La Concorde, όπου στις 7 πρέπει να συναντηθώ με την Αmy. Δεν έχω πολλή όρεξη και δεν με πειράζει αν δεν εμφανιστεί, δεν είμαι ούτε πρωταγωνιστής του Linklater ούτε ο Rick του Casablanca για να στενοχωρηθώ. Βαριέμαι και θέλω να πάω στο ξενοδοχείο αλλά είναι θέμα τιμής: Δεν έχω αργήσει ποτέ σε ραντεβού και δεν θα το κάνω στο Παρίσι και ας νιώθω σαν να έχω γεμίσει τα παπούτσια μου με στραγάλια. Κάθομαι για να περάσει η ώρα στο Le Surville (Rue de Saussaies,νούμερο που δεν θυμάμαι). Στις 7 βρίσκομαι στον Οβελίσκο της Place De La Concorde-σε δύο λεπτά εμφανίζεται και η Amy.

Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι και η ηλίθια Αμερικάνα έχει διάθεση για καβγά. Μόλις πλησιάζω για να την χαιρετίσω δια ασπασμού τραβιέται και μου λέει «You know, nothing personal, but I don’t feel comfortable with all this personal contact here in Εurope. It’s an American thing».Υποθέτω ότι κάνει πλάκα, αλλά είναι σοβαρότατη. Της απαντάω «When they say that Americans are fucked up in the brain I guess it’s true». Δεν ξέρουμε που θα πάμε να φάμε και της προτείνω το Saint Germain De Pres μόνο και μόνο για να εισπράξω την απάντηση «WHAT? We re gonna walk all the way over there?» με μια ξυνισμένη μούρη. Της λέω ότι εγώ εκεί θα πάω και ακολουθεί. Βρίσκουμε ένα ανοιχτό εστιατόριο (με τον πιο ευγενικό σερβιτόρο του Παρισιού) και τρώω πάπια με αρωματικά χόρτα Προβηγκίας (σσσσσσσς) και πουρέ. Η Amy παραγγέλνει κρέας το οποίο βρίσκει κακοψημένο και σχεδόν δεν το αγγίζει. Με ρωτάει διάφορα, όπως γιατί στην Ευρώπη πρέπει να ακουμπάμε το καζανάκι και δεν είναι αυτόματο, ή γιατί πρέπει να πατάμε το σαπούνι και δεν έχει φωτοκύτταρο. Ελπίζω να μην περιμένει κεράσμα, γιατί πληρώνω τα δικά μου και αφού λέμε τα στάνταρ «καλό ταξίδι, καλές διακοπές κλπ» παίρνω την γραμμή 12 και σε 20 λεπτά είμαι στο δωμάτιο.

Οι φουσκάλες στα πόδια μου έχουν γίνει συνδικάτο και απαιτούν καλύτερη μεταχείριση. Σπάω μια για εκφοβισμό αλλά η βία ανέκαθεν χειροτερεύει τα πράγματα. Έτσι και τώρα. Πέφτω για ύπνο αφήνοντας την τηλεόραση ανοιχτή, με τα άψογα γαλλικά κάποιας τυχαίας παρουσιάστριας να με νανουρίζουν.

13.2.05

We'll always have Paris - μέρα 2η: The King of Popcorn

Ξυπνάω από το ξυπνητήρι του κινητού που έχει μείνει από χθες ρυθμισμένο στις 6:00. Τσαντισμένος, το καταδικάζω σε θάνατο και επιχειρώ να ξανακοιμηθώ. Στριφογυρίζω μέχρι τις 7, με το μυαλό μου απασχολημένο, να προσπαθεί να συντάξει ένα στοιχειώδες πρόγραμμα για τη μέρα. Ο ύπνος την έχει κοπανήσει ολοκληρωτικά οπότε στις εφτά σηκώνομαι και αναρωτιέμαι αν αυτή η κατάσταση είναι διακοπές. Τραβάω τις κουρτίνες για να πάρω μια τζούρα από παριζιάνικη νωχέλεια και για ένα δευτερόλεπτο νομίζω ότι κοιμάμαι ακόμα και ότι στο όνειρο που βλέπω είμαι ο Tony Montana και αντικρίζω το Παρίσι όπως θα ήθελα να είναι-καλυμμένο με ένα παχύ στρώμα κοκαίνης. Το δευτερόλεπτο περνάει, και ο αντικαταστάτης του μου λέει στ’ αυτί «φίλε,ένα hint: Δεν κοιμάσαι, και δεν είναι κοκαίνη». Αρνούμαι να δεχτώ ότι έχει χιονίσει, αλλά όσο και να το αρνηθώ το τοπίο δεν επηρεάζεται. Ξαναπέφτω στο κρεβάτι προσπαθώντας να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, που αυτή τη στιγμή μοιάζουν με τα ρούχα στην ντουλάπα μου. Καταρχήν πρέπει να ντυθώ βαρύτερα-και δε σηκώνει συζήτηση. Για σουβενίρ θα προτιμήσω ένα μικρό πύργο του Άιφελ και όχι πνευμονία. Δεύτερον, θα φορέσω τα αθλητικά γιατί προβλέπεται σοβαρό περπάτημα και θα ελπίσω να μην βουλιάξω σε κάποιο λάκκο (ή φάβα, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο). Τρίτον, μιας που ο καιρός είναι πιο στριμμένος και από δημόσιο υπάλληλο τις Δευτέρες, θα πάω στο Λούβρο, ελπίζοντας η κατάσταση να βελτιωθεί.

Θυμάμαι ότι το Λούβρο ανοίγει στις 8 το πρωί οπότε καμία ώρα δεν είναι πολύ νωρίς ιδίως αν πρέπει να φάω όλο τον χρόνο που μου είπαν ότι αναπόφευκτα θα σπαταλήσω θαυμάζοντας τους θησαυρούς του. Ντύνομαι γρήγορα, παίρνω μαζί μου κασκόλ και γάντια και βγαίνω στο αδυσώπητο Παριζιάνικο κρύο. Περνώντας έξω από το La Brioche Doree σκέφτομαι μήπως πρέπει να κάνω πρωινό τώρα αλλά η μικρή φωνούλα στο κεφάλι μου (που περνάει την περισσότερη ώρα μουρμουρίζοντας την μουσικούλα του Tetris) μου λέει «όχι, πήγαινε προς Λούβρο και θα βρεις κάτι εκεί κοντά». Δυστυχώς, την ακούω. Γραμμή 1 και στάση Charles De Gaulle. Η Avenue Des Champs Elysees είναι έρημη. Nιώθω σαν τον Charlton Heston στο The Omega Man. Tα μαγαζιά δεν έχουν καν ανοίξει, τα παπούτσια μου ψιλογλιστράνε και μάλλον έπρεπε να έχω πάρει μαζί και τον σκούφο μου αλλά η περηφάνεια μου δεν μου επιτρέπει να γυρίσω πίσω. Αρχίζω να κατεβαίνω την μοναχική λεωφόρο. Χωρίς κίνηση φαντάζει ατέλειωτη και χωρίς ανοιχτές βιτρίνες επικεντρώνομαι στις επικίνδυνες λιμνούλες από λιωμένο χιόνι. Η απόσταση είναι αρκετά μεγάλη αλλά τουλάχιστον είναι μια μεγάλη ευθεία. Φτάνω μετά από μισή ώρα περπατήματος στην Place Della Concorde, όπου και παρατηρώ τον αιγυπτιακό οβελίσκο που δεσπόζει στη μέση της. Δύο όμορφα σιντριβάνια και ο πύργος του Άιφελ στο φόντο απαιτούν μια φωτογραφία και ζητάω από έναν ασιάτη που απαθανατίζει την κοπέλα του να τραβήξει και μένα μία. Αν και βλέπω μπροστά μου μια μεγαλοπρεπή πύλη αποφασίζω να ρωτήσω κάποιον αγουροξυπνημένο Γάλλο που είναι η είσοδος του Λούβρου. Σταματάω έναν ευγενέστατο κύριο, ο οποίος αν και μιλάει στο hands free, λέει στον συνομιλητή του να περιμένει και μου λέει ότι πρέπει να προχωρήσω στην rue de Rivoli και ότι θα δω την είσοδο στο δεξί μου χέρι. Τον ευχαριστώ και αναρωτιέμαι αν ο αντίστοιχος Ελληνάρας θα είχε διακόψει το τηλεφώνημά του για να μου πει που είναι η είσοδος στην Ακρόπολη.

Η Rue de Rivoli φαίνεται χλιδάτη αλλά δεν με πτοεί. Κακώς. Αποφασίζω να κάνω πρωινό κάπου εκεί και επιλέγω ουσιαστικά το πρώτο καφέ που βλέπω: Sanseveria, στο 248 της Rue de Rivoli. Παραγγέλνω μια σοκολάτα και ένα cheesecake, μυστηριώδη επιλογή ακόμα και για τα δικά μου γούστα αλλά ο τολμών νικά. Όχι πάντα, όπως αποδείχθηκε, μιας και το απλούστατο αυτό combo μου κόστισε 13 ευρώ και ένα ελαφρύ εγκεφαλικό που εμποδίζει το δεξί μου χέρι να φτάσει το πορτοφόλι. Προσπαθώ μάταια να καταλάβω αν το cheesecake είχε μέσα φλουρί. Δεν ξέρω τι μπορεί να δικαιολογεί τα 13 ευρώ-ο κώλος της σερβιτόρας είναι εντυπωσιακός (η σερβιτόρα λιγότερο) αλλά δεν μου τα σέρβιρε εκεί επάνω. Και να το έκανε δηλαδή δεν θα τα έτρωγα, για λόγους υγιεινής. Πληρώνω σοκαρισμένος και βγαίνω επαναλαμβάνοντας σαν mantra «είσαι στο Παρίσι, όχι στo Ξυλόκαστρο» μέχρι που μου περνάει από το μυαλό ότι και στο Ξυλόκαστρο κάπου τόσο θα με χρέωναν. Φτάνω στην είσοδο του Λούβρου και βγάζω ένα εισιτήριο. 8,5 ευρώ. Η κουλτούρα αξίζει όσο ένα cheesecake.

Το Λούβρο είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του. Ο χάρτης που μπορείς να πάρεις δωρεάν στις πληροφορίες δεν απέχει πολύ από αυτούς ενός μέτριας δυσκολίας dungeon σε τουρνουά D&D. Μου πήρε τουλάχιστον μισή ώρα για να καταφέρω να ανακαλύψω την φορά που έπρεπε να ακολουθήσω και όχι να τριγυρνάω άσκοπα μέχρι να βρω αδιέξοδο. Ξεκινώντας από το ισόγειο πέρασα τα Γαλλικά γλυπτά από 5ο εώς 19ο αιώνα, τα εκθέματα από Μεσοποταμία και Ιράν, αυτά της Αιγύπτου και προχώρησα προς τα Ελληνικά, όταν κάπου ξαναχάθηκα. Από το να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τον χάρτη, προτίμησα να πλησιάσω μια ηλικιωμένη και απωθητική επιτηρήτρια και να τη ρωτήσω με όσα γαλλικά μπορούσα να συντάξω βιαστικά «Πως μπορώ να πάω στα ελληνικά εκθέματα». Αυτή με κοίταξε σαν να ήθελε να καταλάβει αν εγώ είχα κλέψει τα μπισκότα από το κουτί και μου απαντάει στα γαλλικά «Ελληνικά εκθέματα; Και τι θέλετε εδώ;». Αυτή η απρόσμενη επίθεση με έπιασε απροετοίμαστο και μέχρι να θυμηθώ πως λέγεται στα γαλλικά «Μίλα μωρή ανέραστη πατσαβούρα και μη μου σπας τους όρχεις πρωινιάτικα!» η επιτηρήτρια συνέχισε, σε άψογα ελληνικά αυτή τη φορά «Έλληνας είστε;».Με μεγάλη χαρά συμπεραίνω ότι μπορώ να της πω αυτό που θέλω χωρίς μετάφραση, αλλά η καλή μου ανατροφή μπαίνει στη μέση σαν τον τύπο που θέλει να χωρίσει δύο που δέρνονται και τρώει αυτός το ξύλο και παίρνει την κατάσταση στα χέρια της με ένα «Ναι, φυσικά». «Γιατί φυσικά; Από πού και ως που φυσικά;» απαντάει η Φρίκη της Σαμοθράκης και βρίσκω λογικό να της πω «Από τη στιγμή που μου μιλάτε στα ελληνικά, περιμένετε απάντηση, άρα φυσικά και είμαι έλληνας». «Μάλιστα» μου λέει η Τroma Lisa στα ελληνικά για να συνεχίσει στα γαλλικά «θα συνεχίσετε από εδώ, θα ανεβείτε τις σκάλες κλπ». «Τι διάλο» σκέφτομαι, «μπας και τα ελληνικά της τα ονειρεύτηκα;» - αν και συνήθως δεν έχω παραισθήσεις τόσο νωρίς. Την απορία μου έλυσε η ίδια, όταν σταμάτησε για δύο δευτερόλεπτα, με κοίταξε με τα μάτια του βοδιού που βλέπει τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια του λίγο πριν το σφάξιμο, και μου λέει «αχ με συγχωρείτε, σας μιλάω γαλλικά. Από δω, δεξιά θα πάτε, θα κατεβείτε τις σκάλες κλπ. Καλή σας επίσκεψη». Είμαι σίγουρος ότι από κάπου με παρακολουθεί η κάμερα κάποιου τηλεοπτικού συνεργείου.

Περνώντας από την Ελληνική πτέρυγα, βλέπω την Αφροδίτη της Μήλου περικυκλωμένος από γκρουπ Ιταλών και ξαφνικά συγκρούομαι με έναν εύσωμο κύριο με άσπρα μαλλιά που έχουν αρχίσει να αραιώνουν σαν το μπουλούκι που μαθαίνει ότι τελείωσαν οι τσάμπα προσκλήσεις για σινεμά. «Σιγά βρε παιδιά» λέει στο γκρουπ του με φωνή που έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή να προπονείται στην gay χροιά, «χτυπήσαμε τον άνθρωπο, και είναι και ξένος». «Δεν είμαι ξένος» του λέω «απλά δεν είμαι στο γκρουπ σας» απαντάω και ο κύριος ανακουφισμένος που είμαι μέτοχος του Ελληνικού μεγαλείου μου λέει «Αχ έλληνας είσαι; Ώρα σου καλή παιδί μου».

Περνώντας στον πρώτο όροφο περνάω από τη Νίκη της Σαμοθράκης. Ένας όχλος τραβάει φωτογραφίες και για να είμαι ειλικρινής για μια στιγμή προσπαθώ να φανταστώ αυτό το θαύμα σε κάποιο ελληνικό χαμηλοτάβανο μουσείο, με επιτηρητές που βαριούνται .Εδώ τουλάχιστον έχει όλο το χώρο που απαιτεί, ενώ η υπάλληλος του μουσείου που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην αίθουσα άξιζε και μόνη της τα 8,5 ευρώ του εισιτηρίου. Προχωρώντας στον διάδρομο με τα έργα ζωγραφικής του da Vinci (όχι την Μona Lisa), στάθηκα μπροστά στην Vergine Delle Rocce όταν ξαφνικά άκουσα από την άκρη του διαδρόμου μια φωνή να καλύπτει όλους τους άλλους ξεναγούς φωνάζοντας «ΆΝΤΕ ΠΑΙΔΙΑ, ΑΠΟ ΔΩ, ΑΠΟ ΔΩ» και ένας επισκέπτης που περνούσε από πίσω μου φανέρωσε την καταγωγή του λέγοντας «Άκου τον πως τα προγκάει. Σε λίγο θα πάρει και κανα καλάμι για τα γαλόπουλα». Ξαφνικά η Παναίτσα του πίνακα μεταμορφώθηκε σε σουβλατζή με ιδρωμένο φανελάκι που με ρώταγε αν ήθελα απ όλα στην πίτα.

Συνέχισα αποκαρδιωμένος, ενώ ο έλληνας ξεναγός (ο ίδιος του «Ώρα σου καλή») συνέχιζε να μιλάει πιο δυνατά από όλους. Φτάνοντας στην αίθουσα της Mona Lisa αντίκρυσα τουλάχιστον 60 άτομα με κινητά και φωτογραφικές μηχανές στα τεντωμένα τους χέρια να περιμένουν την τέλεια στιγμή για φωτογραφία. Ήμουν έτοιμος να ρωτήσω κάποιον από τους υπεύθυνους αν η Τζοκόντα ήταν έτοιμη να κάνει κάποια δήλωση ή κάτι τέτοιο, προτού προχωρήσω αναλογιζόμενος πόσοι από αυτούς έκαναν σαν τρελοί μόνο και μόνο γιατί είχαν ένα αντίτυπο του The DaVinci Code στις αποσκευές τους. Πιο πέρα, μπροστά σε ένα πίνακα του Θεοτοκόπουλου, μια Ελληνίδα που διάβασε το όνομα του καλλιτέχνη αναφώνησε «Να τος ο δικός μας! Έλα μεγάλε μου!». Περίμενα ότι θα φώναζε και «ζωγράφισε το, το γαμημένο, δε μπορώ δε μπορώ να περιμένω» αλλά δεν το έκανε, πιθανότατα γιατί δεν μπορούσε να συγκρατήσει στο μυαλό της το απλό δίστιχο. Με διασκέδασε πάντως πως ο σύγχρονος Έλληνας ταυτίζεται τόσο πολύ -και αναίτια- με τους ένδοξους προγόνους του. Αν οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν τα μυαλά τα δικά μας, δεν θα είχαν αφήσει τίποτα πίσω τους και θα ζούσαν πουλώντας σαβούρες τύπου «Η αδερφή μου πήγε στην Αθήνα και το μόνο που μου έφερε είναι αυτός ο άθλιος μανδύας» σε νουμίδες τουρίστες. Στον δεύτερο όροφο καταπληκτικοί πίνακες από Ολλανδούς ζωγράφους αλλά το The Lacemaker του Vermeer έλειπε σε κάποια άλλη συλλογή.

Βγαίνω από το Λούβρο μετά από πέντε ώρες, πεινασμένος. Οι κήποι έξω από το μουσείο είναι πανέμορφοι, χιονισμένοι, και γεμάτοι κόσμο και αποφασίζω να περάσω στην άλλη όχθη του Σηκουάνα, στο Saint Germain De Pres για να τσιμπήσω κάτι. Αφού τριγυρίζω στα διάφορα στενά κοντά στην Rue Du Bac βρίσκω μια Brasserie-καταγώγι όπου και παραγγέλνω μια ομελέτα, ένα κομμάτι camembert και μια μπύρα. Μιας που δε γνωρίζω τις διατροφικές συνήθειες των Γάλλων, περίμενα με την ομελέτα ανέγγιχτη το τυρί, μέχρι που η ευτραφής σερβιτόρα με πλησίασε θορυβημένη για να με ρωτήσει αν δεν μ' άρεσε κάτι στην ομελέτα. Όταν της είπα ότι περίμενα το τυρί, με ενημέρωσε ότι το τυρί στην Γαλλία το τρώνε μετά το φαί, κάτι σαν γλυκό. Η νέα γνώση με έκανε και πείνασα πιο πολύ, οπότε έφαγα την ομελέτα και στη συνέχεια έφτασε το τυρί. Παραδέχομαι ότι δεν ήξερα αν έπρεπε να φάω το Camembert μαζί με την κρούστα του οπότε ρώτησα την κυρία που έτρωγε δίπλα μου και μου το επιβεβαίωσε. Μη γελάτε, ποιος είμαι για να ξέρω πως τρώγεται το camembert, ο Κωστόπουλος, που μεγάλωσε στη φτώχεια μαθαίνοντας με ποιο κρασί πάει το Saint Marcelen;

Άφησα χωρίς πολλή διάθεση την Brasserie μιας που έξω έκανε πολικό κρύο. Αποφασίζω να επισκεφθώ αμέσως το Musee d Orsay για να μην τριγυρίζω στο κρύο. Δεν θα σας πω πολλά για τα έργα του μουσείου μιας και ομολογώ την άγνοια μου για τους περισσότερους καλλιτέχνες, αλλά και να μην έχετε όρεξη αξίζει τον κόπο μόνο και μόνο για το Gates Of Hell του Rodin. Άλλωστε το μουσείο είναι σημαντικά μικρότερο (άρα και λιγότερο χαοτικό) από το Λούβρο και στον τελευταίο όροφο μπορείτε να φάτε τρομερή μηλόπιτα.

Όταν βγήκα από το Orsay ο καιρός είχε γίνει ακόμα χειρότερος. Μπορεί το Saint Germain De Pres να είναι όμορφη περιοχή αλλά όταν το χιόνι καταφέρνει να ακολουθήσει 10 εναλλακτικές διαδρομές για να φτάσει από το γιακά στο μπόξερ σου το απολαυστικό τοπίο ξαφνικά χάνει το πρώτο πλάνο. Μπαίνω σε ένα καφέ κοντά στο Pont Neuf, το L' assignat (Rue Guenegaud 7). Με το που ανοίγω την πόρτα βλέπω τη σπασμένη φάτσα μιας γιαγιάς που καθόταν σε έναν καναπέ, λες και όλοι είχαν βγει να δείρουν Ρωμαίους και αυτή έπρεπε να προσέχει το φαί. Η γιαγιά με κοίταξε με τόσο πείσμα που είπα σχεδόν απολογητικά «Μια σοκολάτα σας παρακαλώ». «ΜΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ» φώναξε η γιαγιά και από την κουζίνα έσπευσε ο γιος της και η γυναίκα του, ενώ ο τύραννος παρέμεινε καθιστός. Μου σέρβιραν τη σοκολάτα και αφοσιώθηκα στον Landsdale όσο αυτοί έστρωναν τραπέζι για το γεύμα τους, όταν κάποια στιγμή το μάτι μου πήρε ένα κουτσό σκυλί αποτελούμενο κυρίως από τρίχες που είχε πλησιάσει το τραπέζι μου. Το κοίταξα περίεργος, το τράβηξα φωτογραφία με το κινητό και αυτό έπεσε στο πάτωμα περνώντας φρενετικά ένα πόδι του πάνω στην φάτσα του - για τα επόμενα είκοσι λεπτά. Στην αρχή πίστευα ότι είχε ψύλλους. Στη συνέχεια και αφού με κοίταζε, πίστεψα ότι είχα λερωθεί στην μύτη μου. Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήθελε να παίξουμε παντομίμα. Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο και μιας που εμένα δε μου ερχόταν στο μυαλό καμία ταινία, σηκώθηκε και άρχισε να γρατζουνάει την πόρτα. Ο γιος σηκώθηκε, του άνοιξε και ο κόπρος βγήκε στη βροχή. Μετά από 5 λεπτά, ένα άλλο, μικρότερο σκυλί, επίσης κουτσό ήρθε κοντά στο τραπέζι. Αποφάσισα ότι ήταν η ώρα να φύγω. Πλήρωσα την γιαγιά που φαίνεται ότι χειρίζεται τα οικονομικά και βγαίνοντας την ακούω να μου λέει «Kρατάτε την πόρτα ανοιχτή να μπει ο σκύλος;». Άνοιξα την πόρτα, μισός στο κρύο-μισός στη ζέστη και ο κόπρος σιγά σιγά μπήκε μέσα. Αν δεν είχε όλη τη φάτσα καλυμμένη από τρίχες θα έλεγα ότι το διασκέδαζε.

Σε μια στοά απέναντι από το Samaritaine, μια Ασιάτισα φαινόταν να έχει χαθεί. Με το αλάνθαστο σύστημα «Are you lost as well?» την γνωρίζω. Την λένε Amy και είναι Investment banker στο San Francisco. Πάμε για καφέ στον τελευταίο όροφο του Samaritaine όπου γνωρίζουμε έναν Βέλγο που ψάχνει Ταιλανδέζικο εστιατόριο. Μετά από έναν καφέ (αυτή), ένα γάλα με καραμέλα (εγώ) και ένα μάτσο βαρετές τυπικότητες φεύγουμε και επιστρέφουμε προς την Avenue Champs Elysees. Το περπάτημα είναι αρκετό αλλά δεν πειράζει. Η νύχτα έχει αρχίσει ήδη να πέφτει ενώ το χιόνι ποτέ δε σταμάτησε. Τα Champs Elysees είναι θεαματικά φωτισμένα και γεμάτα κόσμο. Μετά από την μεγάλη πορεία αποφασίζουμε να πάμε για φαγητό κάπου κοντά. Φιλέτο με πράσινο πιπέρι. Ποίημα. Και είναι ακόμα νωρίς.

12.2.05

We'll always have Paris - μέρα 1η: κάτι παράξενο συμβαίνει στο ντράιβ-ιν Όρμπιτ

Ξεκινάω με πείσμα και καλή διάθεση για την γαλλική πρωτεύουσα, πόλη μπαγκέτας και κρουασάν, φωτός και τέχνης, κρασιού, τυριού και creme brouille. Κρύο και ψιλόχιονο σημαδεύουν την αποχώρησή μου από μια πόλη που δε γουστάρω αλλά στην οποία δυστυχώς πρέπει να επιστρέψω, σαν να είναι μπαζογκόμενα που έχω αφήσει έγκυο. Το TGV εμφανίζεται τεμπέλικα στον ορίζοντα, σαν παραφαγωμένο σκουλήκι, και η πόρτα του βαγονιού 7 ανοίγει ακριβώς μπροστά μου. Μπαίνω σέρνοντας με κόπο τη βαλίτσα μου και με ακόμα πιο πολύ κόπο τον εαυτό μου που νιώθει καταπονημένος. και με το δίκιο του δηλαδή μιας και έχει ξυπνήσει στις 6:00.

Στη θέση που δικαιωματικά μου ανήκει κάθεται μια τσιγγάνα, η οποία αρνείται να σηκωθεί. Προσπαθώ να της δώσω να καταλάβει ότι το εισιτήριο της γράφει βαγόνι 6 και θέση 21 ενώ κάθεται στην θέση 31 του βαγονιού 7 και ότι κάτι τέτοιες λεπτομέρειες όπως το «6 διάφορο του 7» κάνουν τα μαθηματικά τόσο πλάκα και τους δορυφόρους να μην πέφτουν. Δεν φαίνεται να αντιδρά αλλά με κοιτάει με ένα χρυσαφί σαρδόνιο χαμόγελο. Ένας από τους κανόνες που με έχουν κρατήσει ζωντανό ως τώρα είναι ότι δεν τσακώνομαι με άτομα που έχουν περισσότερα χρυσά δόντια από όσα έχω δάχτυλα, οπότε αποδέχομαι την ήττα μου και κάθομαι στην άδεια θέση, απέναντί της. Το τελευταίο που θέλω είναι να με καταραστεί και να βλέπω το Παρίσι σαν Λάρισα. Βγάζω το mp3 player (ένας πραγματικός σοφός δεν αποφεύγει την τεχνολογία αλλά τη δαμάζει) και πατάω Play, οδηγώντας ένα κύμα Πλούταρχου στα ακουστικά κέντρα του εγκεφάλου μου. Το τρένο έχει ήδη ξεκινήσει και για να αποφύγω το διαβολικό βλέμμα της τσιγγάνας αρχίζω να διαβάζω το Drive In, του Joe Landsdale.

Στα σύνορα, η Γαλλική αστυνομία εισβάλλει χωρίς τρόπους αναγκάζοντάς με να κόψω απότομα την σπουδή στον πόνο του χωρισμού που λέγεται «Μήπως σου ζήτησα πολλά». Περιέργως δεν ξέρουν ποιος είμαι ακόμα και όταν δείχνω την κάρτα του cine.gr (η οποία γράφει Ιωσήφ Πρωιμάκης - κινηματογραφικός συντάκτης) και απαιτούν τα στοιχεία μου. Τους δίνω το διαβατήριο μου και ενώ ο μπάτσος-βοοειδές πασχίζει να βρει τη σελίδα με τη φωτογραφία μου προσπαθώ να τον βοηθήσω να γλιτώσει χρόνο λέγοντάς του ότι είναι στο τέλος-και εκείνος μου απαντάει με ένα νευρικό βλέμμα, λέγοντας μου να σωπάσω και να καθίσω κάτω. Ακολουθώ τη συμβουλή του-άλλωστε τον χρόνο που θα κέρδιζε μάλλον θα τον περνούσε σε ένα γραφείο με το δάχτυλο στη μύτη ή κάτι παρόμοιο. Ο Κλουζώ βγάζει έναν μικρό μεγεθυντικό φακό και αρχίζει να εξετάζει τη φωτογραφία μου, λες και θέλει να δει πόσα καράτια είναι. Έχει αφοσιωθεί τόσο πολύ που σκέφτομαι να του προσφέρω ένα αυτόγραφο. Αφού δεν βγάζει νόημα, φωνάζει έναν ανώτερό του και κοιτάει και αυτός τη φωτογραφία, αυγατίζοντας κατά ένα το περιστασιακό fan club μου. Λένε κάτι που δεν πιάνω και συνεχίζουν την έρευνα, βγάζοντας μια λάμπα με ένα ασθενικό μωβ φως και λούζοντας με αυτό την άμοιρη σελίδα. Μετά από ένα δεκάλεπτο και τη στιγμή που περιμένω να φέρουν ντόμπερμαν να το μυρίσει, μου επιστρέφουν το διαβατήριο, πεπεισμένοι ότι δεν μεταφέρω πλουτώνιο. Αυτή τη φορά είναι η σειρά μου να γελάσω - τα βόδια δεν κατάλαβαν καν ότι το διαβατήριο έχει λήξει εδώ και 2 χρόνια.

Περνώντας από χιονισμένα τοπία και συμπαθητικά Γαλλικά χωριά οι ώρες περνούν, και το Παρίσι πλησιάζει πιο κοντά μου (σύμφωνα με την νέα θεωρία μου ότι εγώ μένω ακίνητος και όλα κινούνται γύρω μου). Η βουκολική φύση αρχίζει να παραδίδει τη θέση της στην παριζιάνικη περιφέρεια και η αγωνία μου έχει φτάσει στο κατακόρυφο - σαν να βαδίζω προς το πιο σημαντικό ραντεβού στα τυφλά. Το TGV κόβει ταχύτητα και μπαίνει με χάρη στην Gare De Lyon. Οι πόρτες ανοίγουν και ο Δαλάι είναι ελεύθερος. Πρώτο μου μέλημα μια κάρτα του μετρό. Ανακαλύπτω το γραφείο που τις πουλάει και για το ευτελές αντίτιμο των 15 ευρώ (και μιας φωτογραφίας) έχω το pass που θα μου επιτρέψει να οργιάσω στο Παριζιάνικο υπέδαφος.

Ξέρω ήδη τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσω για το ξενοδοχείο και βαδίζω με αποφασιστικό βλέμμα προς το μετρό, για να κρύψω το γεγονός ότι είμαι ένας αστοιχείωτος τουρίστας. Η κάλυψη δεν πιάνει γιατί ουσιαστικά κάνω γύρους και καταλήγω πάλι ντροπιασμένος στην αρχή. Αυτή τη φορά με περισσότερη ψυχραιμία ακολουθώ τις πινακίδες και φτάνω στην γραμμή που με βολεύει (γραμμή 1) . Παρατηρώ σαν χαζός τις αφίσες για επερχόμενες συναυλίες (κάποιος Louis Bertignac και κάποιοι De Rien) και μπαίνω καχύποπτα στο πρώτο τρένο, έχοντας την εντύπωση ότι όλοι περνούν από ακτινογραφία τις τσέπες μου. Υιοθετώ την Ναπολεόντεια στάση. Κατεβαίνω στην στάση Charles De Gaulle όπου και αλλάζω γραμμή για να καταλήξω στη στάση Villiers. Βγαίνω πάλι στην επιφάνεια, σαν περίεργος αρουραίος. Δεν έχω ιδέα που πρέπει να πάω, οπότε ανοίγω το χάρτη. Ένας βορειοαφρικάνος με πλησιάζει για να μου ζητήσει πληροφορίες και εγώ του παραδίδω το χάρτη για να βγάλει άκρη μόνος του. Με ευχαριστεί και εγώ περνάω τα επόμενα 2 λεπτά μετρώντας πορτοφόλια, αποσκευές και νεφρά. Συνειδητοποιώ ότι είμαι πιο παρανοϊκός από όσο πρέπει και βαδίζω προς την Rue De Levis, όπου ένα μπαράζ από μυρωδιές κάνουν τα μάτια μου να δακρύσουν: Το παζάρι που βλέπω έχει τα πάντα, από κρουασάν έως ρύζι με κάρυ και από φρούτα έως κοτόπουλο ψητό. Ανοίγω δρόμο ανάμεσα στις παραφορτωμένες γιαγιάδες και μετά από λίγα μέτρα βρίσκω την Rue Lebouteux και το ξενοδοχείο μου. Η καμαριέρα μοιάζει με την Serena Williams.

Βγαίνω χωρίς να χάσω χρόνο και πιο άνετος πλέον βρίσκω γρήγορα το δρόμο μου για την Αψίδα του Θριάμβου (η οποία σύμφωνα με τον οδηγό δεν έχει φτιαχτεί για μένα). Αν και κάνει κρύο ο ήλιος επιμένει, πράγμα που κάνει τις συνθήκες ιδανικές για φωτογραφίες. Αφού ανταλλάσσω χάρες με τους Ασιάτες τουρίστες ("Ι take a picture of you, you take a picture of me".) κατηφορίζω την Αvenue des Champs Elysees, μια λεωφόρο της οποία το πεζοδρόμιο και μόνο είναι πλατύ σαν ελληνικός δρόμος τεσσάρων λωρίδων. Η χλιδή με κάνει να νιώθω άβολα. Κρίνοντας από τις τιμές, για να μπεις στα περισσότερα μαγαζιά πρέπει να κάνεις επιτόπου ένα παιδί και να το μοσχοπουλήσεις σε ένα άτεκνο ζευγάρι. Αποφασίζω να αφήσω τα υπόλοιπα Ηλύσια πεδία για την επόμενη μέρα και αλλάζω κατεύθυνση, προς Πύργο του Άιφελ.

Ο πύργος είναι εντυπωσιακός. Χωρίς να χάσω χρόνο μπαίνω στην ουρά και με 10.70 ευρώ παίρνω ένα εισιτήριο για την κορυφή. Το ασανσέρ είναι πήχτρα (και ο χειριστής του μου μοιάζει). Η ανάβαση είναι σχετικά γρήγορη αλλά στον δεύτερο όροφο πρέπει να βγούμε όλοι και να αλλάξουμε ανελκυστήρα, για να ξεχωρίσουν οι αμνοί από τα ερίφια. Φτάνουμε στον τρίτο όροφο και η πανοραμική θέα είναι όλα τα λεφτά. Περπατάω γύρω γύρω στο στενό δωμάτιο αλλά οι πανοραμικές φωτογραφίες στις οποίες είναι σημειωμένα τα αξιοθέατα έχουν μπλοκαριστεί από γιαγιάδες μάχονται να εξασφαλίσουν μια καλύτερη θέα στα εγγόνια τους. Αποφασίζω να κατέβω στο δεύτερο επίπεδο, στον ανοιχτό αέρα. Κάνει ψοφόκρυο και εγώ είμαι ντυμένος ελαφριά αλλά επιμένω. Συνεχίζω να ζητάω από Κορεάτες, Άγγλους και Πολωνούς τουρίστες να με βγάλουν φωτογραφίες όταν κάποια στιγμή ακούω δίπλα μου «πωωωω,μαλάκαααα». Γυρίζω και βλέπω ένα γκρουπ από 5 Ελληνάρες που κοιτάζουν γύρω γύρω με τον τρόπο που ένα ορφανό από την Αφρική θα κοίταζε ένα banana split. «Καλώς τα παιδιά» λέω για να λάβω τον χαιρετισμό «Ωπ, πατριωτάκι;».Kάτι τέτοιες στιγμές νιώθω την ανάγκη να απαντήσω «No, not really. I m Mexican. Just joking» αλλά τους λέω το προφανές: «Ναι». Το υπερενθουσιώδες γκρουπ αρχίζει να μου λέει ότι είναι από τη Ρόδο, ότι κάνει τον γύρο της Ευρώπης, ότι έρχεται από Βέλγιο και ότι θα φύγει για Λονδίνο, πληροφορίες που με κάνουν να τους πω «Καλά, και τι μου το λέτε;». Ο πιο διαννοούμενος του γκρουπ έχει μια απορία: «Πωπω ρε μάγκα, πως το φτιάξανε αυτό το πράμα; Δηλαδή, που κάθονταν ρε παιδί μου οι εργάτες, δεν μπορώ να το καταλάβω καν». «Στην Ρόδο έχετε διώροφα;» του λέω. «Ναι» μου απαντάει. «Ε, όπως φτιάχνουν τα διώροφα» συνεχίζω, «μόνο που μετά τον δεύτερο συνεχίζεις να χτίζεις».Την ίδια στιγμή ένας νεαρότερος εντοπίζει τα κυάλια (που παίρνουν 1 και 2 ευρώ συν τοις άλλοις) και αναφωνεί «Μαλάκα, μαλάκα, πάμε στα μικροσκόπια». Αποφασίζω να επιστρέψω τον οδηγό στον εκδοτικό οίκο: Παρέλειψαν να γράψουν ότι στον Πύργο του Άιφελ κάνουν και βιοψίες. Η πίστη μου στο ανθρώπινο είδος αρχίζει να μειώνεται. Αποφασίζω να κατέβω τον Πύργο με τα πόδια. Σημαντικό λάθος. Έχει αρχίσει να πέφτει το σούρουπο και έχω ψιλοχαθεί γιατί, πεισματωμένος, δεν θέλω να με οδηγεί ο χάρτης. Δεν έχω καταλάβει σε ποια περιοχή βρίσκομαι, αλλά η ανησυχία εξαφανίζεται όπως η κοιλιά μου όταν περνάω δίπλα από όμορφα κορίτσια: Βρίσκομαι μπροστά από έναν θεαματικό φούρνο, με τις μπαγκέτες στη σειρά σαν μπαλαρίνες του Moulin Rouge. Μπαίνω δειλά και μιας που δεν ξέρω τι να πω, δείχνω μια μπαγκέτα με κοτόπουλο .αλλά μάλλον δεν σημάδεψα καλά γιατί η δεσποινίδα μου τυλίγει ένα κομμάτι κέικ. Αφού της τραβήξω την προσοχή λέγοντας "no, no", της λέω «je voudrais la baguette». Φεύγω πανευτυχής με μια μπαγκέτα prosciutto crudo-τυρί. I m king of the world.

Ξαναπερνάω από τα Champs Elysees και παίρνω το μετρό για το ξενοδοχείο. Θέλω να κοιμηθώ-αλλά όχι πριν φάω γλυκό. Αγοράζω ένα κομμάτι από ένα μυστήριο γλυκό από το La Brioche Doree στην Rue de Levis και ανεβαίνω στο δωμάτιο. Αράζω στο διπλό κρεβάτι, ανοίγω τηλεόραση και δοκιμάζω το γλυκό. Ένας μεγάλος έρωτας γεννιέται.

Hide and Seek

Σιτεμένος ψυχίατρος (DeNiro) ανακαλύπτει τη γυναίκα του νεκρή στην μπανιέρα, με τις φλέβες κομένες. Δεν ξέρουμε που έχει σπουδάσει ο τύπος αλλά αποφασίζει ότι μόνος τρόπος για να προστατεύσει τον ψυχικό κόσμο της μικρής κόρης του (Fanning) που μοιάζει με την Friday της οικογένειας Adams είναι να μεταφερθεί μαζί της σε ένα θλιβερό σπίτι στην εξοχή, με ανατριχιαστικούς γείτονες. Η μικρή αρχίζει να αναφέρει έναν φανταστικό φίλο, τον Charlie, ενώ ο DeNiro ανακαλύπτει ανατριχιαστικά ευρήματα στο μπάνιο του. Θριλεράκι που θα μπορούσε να είναι γραμμένο από τον Πρωιμάκη, στερείται έντασης και πρωτοτυπίας, μιας που την τελική ανατροπή την έχουμε δει τουλάχιστον 10 φορές. Το πιο τρομαχτικό στοιχείο της ταινίας είναι ότι ένα μωρό σαν την Elizabeth Shue ενδιαφέρεται για τον Πουρόμπερτ Ντε Νίρο.

Pipinia factor: Η Elizabeth Shue είναι λίγο σπασμένη και δεν δείχνει ούτε ένα μπουτάκι για το καλό του box office. Σεναριακά ασταθές. Εγώ αν ήμουν δολοφόνος πρώτα θα τη βίαζα. Η Famke Janssen παραμένει γυναικάρα ενώ όσοι γουστάρετε Dakota Fanning είστε επίσημα ανώμαλοι.

Μάθαμε: Ότι ο Βοζαλής γουστάρει την Dakota.

Βαθμολογία: 4/10

11.2.05

Ong Bak

Αληταράς βεληνεκούς Γαρδέλη κλέβει το κεφάλι του Βούδα από το ναό ενός μικρού χωριού μαζί με τα λεφτά από το παγκάρι (κατά την κλασσική έκφραση "εκκλησία έκλεψες;"). Αντι να απευθυνθούν σε κάποιο μαγαζί θρησκευτικών ειδών, οι κάτοικοι μαζεύουν τις οικονομίες τους και στέλνουν στην πόλη τον ψαρωμένο νεαρό Ting οπλισμένο μόνο με την γνώση του Μuay Thai και ένα γελοίο κούρεμα. Αντί να φάει τα λεφτά στα κωλόμπαρα όπως κάθε άβγαλτος επαρχιώτης, ο Ting αφιερώνεται στο να βρει το κεφάλι του Βούδα και δέρνει, με την τεχνική την οποία χρησιμοποιεί μόνο για αμυντικούς σκοπούς (αν και η αγκωνιά στο κρανίο του αντιπάλου είναι περίεργη αμυντική κίνηση),ορδές ακίνδυνων γραφικών κομπάρσων και κανά δυο ελάχιστα πιο επικίνδυνους αντιπάλους πριν τον τελικό κακό, έναν τύπο που πλακώνεται ξεδιάντροπα στις ενέσεις πριν κάθε μάχη. Εξωφρενικές κινήσεις και απίστευτα stunts από τον εξωγήινο Tony Jaa σε μια ταινία που βλέπεται καλύτερα χωρίς ήχο, μιας και τα ταιλανδέζικα ηχούν σαν μαζικός τοκετός κοπρόγατων.

Pipinia factor: Μόνο ένα σύντομο πλάνο με λικνιζόμενα τσουλάκια-εκτός αν τα γούστα σας περιλαμβάνουν ιδρωμένους γυφτοταιλανδέζους.

Μάθαμε: Ότι δεν μπορείς να εμπεδώσεις μια σκηνή αν δεν τη δεις από 38 διαφορετικές γωνίες.


Βαθμολογία: 9/10 (μόνο για τη δράση όμως)

Pop culture eats my brain

Η νεοελληνική λαϊκή κουλτούρα έχει δηλητηριάσει το υποσυνείδητό μου. Το καταλαβαίνω από τα όνειρα που βλέπω. Δεν εννοώ αυτά που περιλαμβάνουν τις νέες στάρλετ της πίστας σε σεξουαλικές περιπτύξεις μαζϊ μου αλλά όνειρα σαν το σημερινό: Ήμουν σε ένα δισκάδικο και αναζητούσα μανιωδώς το σίνγκλ κάποιας Mάρως Κοκκίνου, με τίτλο «Αγάπη μου πρωτάρη». Το ανησυχητικό είναι ότι θυμάμαι και τους εξής στίχους:

Έλα αγάπη μου πρωτάρη
Και θα ανοίξω Roche Μπουτάρη,
Πες αγάπη μου το ναι
Και θα ανοίξω Chardonnay.


Κάποιος που να ξέρει από ερμηνείες ονείρων; Iδέες;

7.2.05

Casshern

Νεαρός γιαπωνέζος πάει στον πόλεμο όρθιος και γυρίζει οριζωντιωμένος. Ο επιστημονας πατήρ του τον ανασταίνει ρίχνοντάς τον σε μια βιοχημική σούπα, και ο Tetsya ξυπνάει μισός άνθρωπος-μισός cyborg (και μία πρέζα από power ranger). Την ίδια στιγμή, η κυνηγημένη ράτσα των Neo Sapiens αποφασίζει να εκδικηθεί τους ανθρώπους για τον κατατρεγμό τους. Φιλοσοφικές συζητήσεις περί της σκληρότητας του πολέμου υπό την υπόκρουση στοχαστικού πιάνου, το οποίο στα 50 λεπτά μετατρέπεται σε πωρωτική ροκιά, όταν ο Tetsuya-Κουταλιανός (σίδερα μασάει-οβίδες σταματάει) καταστρέφει χοροπηδώντας σαν τον Βέγγο, αναστενάρη γύρω στα 150.000 ρομπότ. Εκτυφλωτικά χρώματα που θα οδηγήσουν τουλάχιστον το 20% του κοινού σε κρίση επιληψίας, άψογες εικόνες (αν και όλες φτιαγμένες στο κομπιούτερ) και υπέρ του δέοντος φλυαρία χωρίς να λείπει η δράση του στυλ coin-op.

Pipinia factor: Η γκόμενα του Tetsuyo δε λέει πολλά, αλλά η ακόλουθος του φασίστα Neo Sapiens είναι όλα τα λεφτά.

Μάθαμε: Σύμφωνα με τους υπότιτλους, «μινάγκορο σινίσρ» σημαίνει «θα εξολοθρεύσουμε το ανθρώπινο είδος».


Βαθμολογία: 6/10