We'll always have Paris - μέρα 2η: The King of Popcorn
Ξυπνάω από το ξυπνητήρι του κινητού που έχει μείνει από χθες ρυθμισμένο στις 6:00. Τσαντισμένος, το καταδικάζω σε θάνατο και επιχειρώ να ξανακοιμηθώ. Στριφογυρίζω μέχρι τις 7, με το μυαλό μου απασχολημένο, να προσπαθεί να συντάξει ένα στοιχειώδες πρόγραμμα για τη μέρα. Ο ύπνος την έχει κοπανήσει ολοκληρωτικά οπότε στις εφτά σηκώνομαι και αναρωτιέμαι αν αυτή η κατάσταση είναι διακοπές. Τραβάω τις κουρτίνες για να πάρω μια τζούρα από παριζιάνικη νωχέλεια και για ένα δευτερόλεπτο νομίζω ότι κοιμάμαι ακόμα και ότι στο όνειρο που βλέπω είμαι ο Tony Montana και αντικρίζω το Παρίσι όπως θα ήθελα να είναι-καλυμμένο με ένα παχύ στρώμα κοκαίνης. Το δευτερόλεπτο περνάει, και ο αντικαταστάτης του μου λέει στ’ αυτί «φίλε,ένα hint: Δεν κοιμάσαι, και δεν είναι κοκαίνη». Αρνούμαι να δεχτώ ότι έχει χιονίσει, αλλά όσο και να το αρνηθώ το τοπίο δεν επηρεάζεται. Ξαναπέφτω στο κρεβάτι προσπαθώντας να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, που αυτή τη στιγμή μοιάζουν με τα ρούχα στην ντουλάπα μου. Καταρχήν πρέπει να ντυθώ βαρύτερα-και δε σηκώνει συζήτηση. Για σουβενίρ θα προτιμήσω ένα μικρό πύργο του Άιφελ και όχι πνευμονία. Δεύτερον, θα φορέσω τα αθλητικά γιατί προβλέπεται σοβαρό περπάτημα και θα ελπίσω να μην βουλιάξω σε κάποιο λάκκο (ή φάβα, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο). Τρίτον, μιας που ο καιρός είναι πιο στριμμένος και από δημόσιο υπάλληλο τις Δευτέρες, θα πάω στο Λούβρο, ελπίζοντας η κατάσταση να βελτιωθεί.
Θυμάμαι ότι το Λούβρο ανοίγει στις 8 το πρωί οπότε καμία ώρα δεν είναι πολύ νωρίς ιδίως αν πρέπει να φάω όλο τον χρόνο που μου είπαν ότι αναπόφευκτα θα σπαταλήσω θαυμάζοντας τους θησαυρούς του. Ντύνομαι γρήγορα, παίρνω μαζί μου κασκόλ και γάντια και βγαίνω στο αδυσώπητο Παριζιάνικο κρύο. Περνώντας έξω από το La Brioche Doree σκέφτομαι μήπως πρέπει να κάνω πρωινό τώρα αλλά η μικρή φωνούλα στο κεφάλι μου (που περνάει την περισσότερη ώρα μουρμουρίζοντας την μουσικούλα του Tetris) μου λέει «όχι, πήγαινε προς Λούβρο και θα βρεις κάτι εκεί κοντά». Δυστυχώς, την ακούω. Γραμμή 1 και στάση Charles De Gaulle. Η Avenue Des Champs Elysees είναι έρημη. Nιώθω σαν τον Charlton Heston στο The Omega Man. Tα μαγαζιά δεν έχουν καν ανοίξει, τα παπούτσια μου ψιλογλιστράνε και μάλλον έπρεπε να έχω πάρει μαζί και τον σκούφο μου αλλά η περηφάνεια μου δεν μου επιτρέπει να γυρίσω πίσω. Αρχίζω να κατεβαίνω την μοναχική λεωφόρο. Χωρίς κίνηση φαντάζει ατέλειωτη και χωρίς ανοιχτές βιτρίνες επικεντρώνομαι στις επικίνδυνες λιμνούλες από λιωμένο χιόνι. Η απόσταση είναι αρκετά μεγάλη αλλά τουλάχιστον είναι μια μεγάλη ευθεία. Φτάνω μετά από μισή ώρα περπατήματος στην Place Della Concorde, όπου και παρατηρώ τον αιγυπτιακό οβελίσκο που δεσπόζει στη μέση της. Δύο όμορφα σιντριβάνια και ο πύργος του Άιφελ στο φόντο απαιτούν μια φωτογραφία και ζητάω από έναν ασιάτη που απαθανατίζει την κοπέλα του να τραβήξει και μένα μία. Αν και βλέπω μπροστά μου μια μεγαλοπρεπή πύλη αποφασίζω να ρωτήσω κάποιον αγουροξυπνημένο Γάλλο που είναι η είσοδος του Λούβρου. Σταματάω έναν ευγενέστατο κύριο, ο οποίος αν και μιλάει στο hands free, λέει στον συνομιλητή του να περιμένει και μου λέει ότι πρέπει να προχωρήσω στην rue de Rivoli και ότι θα δω την είσοδο στο δεξί μου χέρι. Τον ευχαριστώ και αναρωτιέμαι αν ο αντίστοιχος Ελληνάρας θα είχε διακόψει το τηλεφώνημά του για να μου πει που είναι η είσοδος στην Ακρόπολη.
Η Rue de Rivoli φαίνεται χλιδάτη αλλά δεν με πτοεί. Κακώς. Αποφασίζω να κάνω πρωινό κάπου εκεί και επιλέγω ουσιαστικά το πρώτο καφέ που βλέπω: Sanseveria, στο 248 της Rue de Rivoli. Παραγγέλνω μια σοκολάτα και ένα cheesecake, μυστηριώδη επιλογή ακόμα και για τα δικά μου γούστα αλλά ο τολμών νικά. Όχι πάντα, όπως αποδείχθηκε, μιας και το απλούστατο αυτό combo μου κόστισε 13 ευρώ και ένα ελαφρύ εγκεφαλικό που εμποδίζει το δεξί μου χέρι να φτάσει το πορτοφόλι. Προσπαθώ μάταια να καταλάβω αν το cheesecake είχε μέσα φλουρί. Δεν ξέρω τι μπορεί να δικαιολογεί τα 13 ευρώ-ο κώλος της σερβιτόρας είναι εντυπωσιακός (η σερβιτόρα λιγότερο) αλλά δεν μου τα σέρβιρε εκεί επάνω. Και να το έκανε δηλαδή δεν θα τα έτρωγα, για λόγους υγιεινής. Πληρώνω σοκαρισμένος και βγαίνω επαναλαμβάνοντας σαν mantra «είσαι στο Παρίσι, όχι στo Ξυλόκαστρο» μέχρι που μου περνάει από το μυαλό ότι και στο Ξυλόκαστρο κάπου τόσο θα με χρέωναν. Φτάνω στην είσοδο του Λούβρου και βγάζω ένα εισιτήριο. 8,5 ευρώ. Η κουλτούρα αξίζει όσο ένα cheesecake.
Το Λούβρο είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του. Ο χάρτης που μπορείς να πάρεις δωρεάν στις πληροφορίες δεν απέχει πολύ από αυτούς ενός μέτριας δυσκολίας dungeon σε τουρνουά D&D. Μου πήρε τουλάχιστον μισή ώρα για να καταφέρω να ανακαλύψω την φορά που έπρεπε να ακολουθήσω και όχι να τριγυρνάω άσκοπα μέχρι να βρω αδιέξοδο. Ξεκινώντας από το ισόγειο πέρασα τα Γαλλικά γλυπτά από 5ο εώς 19ο αιώνα, τα εκθέματα από Μεσοποταμία και Ιράν, αυτά της Αιγύπτου και προχώρησα προς τα Ελληνικά, όταν κάπου ξαναχάθηκα. Από το να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τον χάρτη, προτίμησα να πλησιάσω μια ηλικιωμένη και απωθητική επιτηρήτρια και να τη ρωτήσω με όσα γαλλικά μπορούσα να συντάξω βιαστικά «Πως μπορώ να πάω στα ελληνικά εκθέματα». Αυτή με κοίταξε σαν να ήθελε να καταλάβει αν εγώ είχα κλέψει τα μπισκότα από το κουτί και μου απαντάει στα γαλλικά «Ελληνικά εκθέματα; Και τι θέλετε εδώ;». Αυτή η απρόσμενη επίθεση με έπιασε απροετοίμαστο και μέχρι να θυμηθώ πως λέγεται στα γαλλικά «Μίλα μωρή ανέραστη πατσαβούρα και μη μου σπας τους όρχεις πρωινιάτικα!» η επιτηρήτρια συνέχισε, σε άψογα ελληνικά αυτή τη φορά «Έλληνας είστε;».Με μεγάλη χαρά συμπεραίνω ότι μπορώ να της πω αυτό που θέλω χωρίς μετάφραση, αλλά η καλή μου ανατροφή μπαίνει στη μέση σαν τον τύπο που θέλει να χωρίσει δύο που δέρνονται και τρώει αυτός το ξύλο και παίρνει την κατάσταση στα χέρια της με ένα «Ναι, φυσικά». «Γιατί φυσικά; Από πού και ως που φυσικά;» απαντάει η Φρίκη της Σαμοθράκης και βρίσκω λογικό να της πω «Από τη στιγμή που μου μιλάτε στα ελληνικά, περιμένετε απάντηση, άρα φυσικά και είμαι έλληνας». «Μάλιστα» μου λέει η Τroma Lisa στα ελληνικά για να συνεχίσει στα γαλλικά «θα συνεχίσετε από εδώ, θα ανεβείτε τις σκάλες κλπ». «Τι διάλο» σκέφτομαι, «μπας και τα ελληνικά της τα ονειρεύτηκα;» - αν και συνήθως δεν έχω παραισθήσεις τόσο νωρίς. Την απορία μου έλυσε η ίδια, όταν σταμάτησε για δύο δευτερόλεπτα, με κοίταξε με τα μάτια του βοδιού που βλέπει τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια του λίγο πριν το σφάξιμο, και μου λέει «αχ με συγχωρείτε, σας μιλάω γαλλικά. Από δω, δεξιά θα πάτε, θα κατεβείτε τις σκάλες κλπ. Καλή σας επίσκεψη». Είμαι σίγουρος ότι από κάπου με παρακολουθεί η κάμερα κάποιου τηλεοπτικού συνεργείου.
Περνώντας από την Ελληνική πτέρυγα, βλέπω την Αφροδίτη της Μήλου περικυκλωμένος από γκρουπ Ιταλών και ξαφνικά συγκρούομαι με έναν εύσωμο κύριο με άσπρα μαλλιά που έχουν αρχίσει να αραιώνουν σαν το μπουλούκι που μαθαίνει ότι τελείωσαν οι τσάμπα προσκλήσεις για σινεμά. «Σιγά βρε παιδιά» λέει στο γκρουπ του με φωνή που έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή να προπονείται στην gay χροιά, «χτυπήσαμε τον άνθρωπο, και είναι και ξένος». «Δεν είμαι ξένος» του λέω «απλά δεν είμαι στο γκρουπ σας» απαντάω και ο κύριος ανακουφισμένος που είμαι μέτοχος του Ελληνικού μεγαλείου μου λέει «Αχ έλληνας είσαι; Ώρα σου καλή παιδί μου».
Περνώντας στον πρώτο όροφο περνάω από τη Νίκη της Σαμοθράκης. Ένας όχλος τραβάει φωτογραφίες και για να είμαι ειλικρινής για μια στιγμή προσπαθώ να φανταστώ αυτό το θαύμα σε κάποιο ελληνικό χαμηλοτάβανο μουσείο, με επιτηρητές που βαριούνται .Εδώ τουλάχιστον έχει όλο το χώρο που απαιτεί, ενώ η υπάλληλος του μουσείου που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην αίθουσα άξιζε και μόνη της τα 8,5 ευρώ του εισιτηρίου. Προχωρώντας στον διάδρομο με τα έργα ζωγραφικής του da Vinci (όχι την Μona Lisa), στάθηκα μπροστά στην Vergine Delle Rocce όταν ξαφνικά άκουσα από την άκρη του διαδρόμου μια φωνή να καλύπτει όλους τους άλλους ξεναγούς φωνάζοντας «ΆΝΤΕ ΠΑΙΔΙΑ, ΑΠΟ ΔΩ, ΑΠΟ ΔΩ» και ένας επισκέπτης που περνούσε από πίσω μου φανέρωσε την καταγωγή του λέγοντας «Άκου τον πως τα προγκάει. Σε λίγο θα πάρει και κανα καλάμι για τα γαλόπουλα». Ξαφνικά η Παναίτσα του πίνακα μεταμορφώθηκε σε σουβλατζή με ιδρωμένο φανελάκι που με ρώταγε αν ήθελα απ όλα στην πίτα.
Συνέχισα αποκαρδιωμένος, ενώ ο έλληνας ξεναγός (ο ίδιος του «Ώρα σου καλή») συνέχιζε να μιλάει πιο δυνατά από όλους. Φτάνοντας στην αίθουσα της Mona Lisa αντίκρυσα τουλάχιστον 60 άτομα με κινητά και φωτογραφικές μηχανές στα τεντωμένα τους χέρια να περιμένουν την τέλεια στιγμή για φωτογραφία. Ήμουν έτοιμος να ρωτήσω κάποιον από τους υπεύθυνους αν η Τζοκόντα ήταν έτοιμη να κάνει κάποια δήλωση ή κάτι τέτοιο, προτού προχωρήσω αναλογιζόμενος πόσοι από αυτούς έκαναν σαν τρελοί μόνο και μόνο γιατί είχαν ένα αντίτυπο του The DaVinci Code στις αποσκευές τους. Πιο πέρα, μπροστά σε ένα πίνακα του Θεοτοκόπουλου, μια Ελληνίδα που διάβασε το όνομα του καλλιτέχνη αναφώνησε «Να τος ο δικός μας! Έλα μεγάλε μου!». Περίμενα ότι θα φώναζε και «ζωγράφισε το, το γαμημένο, δε μπορώ δε μπορώ να περιμένω» αλλά δεν το έκανε, πιθανότατα γιατί δεν μπορούσε να συγκρατήσει στο μυαλό της το απλό δίστιχο. Με διασκέδασε πάντως πως ο σύγχρονος Έλληνας ταυτίζεται τόσο πολύ -και αναίτια- με τους ένδοξους προγόνους του. Αν οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν τα μυαλά τα δικά μας, δεν θα είχαν αφήσει τίποτα πίσω τους και θα ζούσαν πουλώντας σαβούρες τύπου «Η αδερφή μου πήγε στην Αθήνα και το μόνο που μου έφερε είναι αυτός ο άθλιος μανδύας» σε νουμίδες τουρίστες. Στον δεύτερο όροφο καταπληκτικοί πίνακες από Ολλανδούς ζωγράφους αλλά το The Lacemaker του Vermeer έλειπε σε κάποια άλλη συλλογή.
Βγαίνω από το Λούβρο μετά από πέντε ώρες, πεινασμένος. Οι κήποι έξω από το μουσείο είναι πανέμορφοι, χιονισμένοι, και γεμάτοι κόσμο και αποφασίζω να περάσω στην άλλη όχθη του Σηκουάνα, στο Saint Germain De Pres για να τσιμπήσω κάτι. Αφού τριγυρίζω στα διάφορα στενά κοντά στην Rue Du Bac βρίσκω μια Brasserie-καταγώγι όπου και παραγγέλνω μια ομελέτα, ένα κομμάτι camembert και μια μπύρα. Μιας που δε γνωρίζω τις διατροφικές συνήθειες των Γάλλων, περίμενα με την ομελέτα ανέγγιχτη το τυρί, μέχρι που η ευτραφής σερβιτόρα με πλησίασε θορυβημένη για να με ρωτήσει αν δεν μ' άρεσε κάτι στην ομελέτα. Όταν της είπα ότι περίμενα το τυρί, με ενημέρωσε ότι το τυρί στην Γαλλία το τρώνε μετά το φαί, κάτι σαν γλυκό. Η νέα γνώση με έκανε και πείνασα πιο πολύ, οπότε έφαγα την ομελέτα και στη συνέχεια έφτασε το τυρί. Παραδέχομαι ότι δεν ήξερα αν έπρεπε να φάω το Camembert μαζί με την κρούστα του οπότε ρώτησα την κυρία που έτρωγε δίπλα μου και μου το επιβεβαίωσε. Μη γελάτε, ποιος είμαι για να ξέρω πως τρώγεται το camembert, ο Κωστόπουλος, που μεγάλωσε στη φτώχεια μαθαίνοντας με ποιο κρασί πάει το Saint Marcelen;
Άφησα χωρίς πολλή διάθεση την Brasserie μιας που έξω έκανε πολικό κρύο. Αποφασίζω να επισκεφθώ αμέσως το Musee d Orsay για να μην τριγυρίζω στο κρύο. Δεν θα σας πω πολλά για τα έργα του μουσείου μιας και ομολογώ την άγνοια μου για τους περισσότερους καλλιτέχνες, αλλά και να μην έχετε όρεξη αξίζει τον κόπο μόνο και μόνο για το Gates Of Hell του Rodin. Άλλωστε το μουσείο είναι σημαντικά μικρότερο (άρα και λιγότερο χαοτικό) από το Λούβρο και στον τελευταίο όροφο μπορείτε να φάτε τρομερή μηλόπιτα.
Όταν βγήκα από το Orsay ο καιρός είχε γίνει ακόμα χειρότερος. Μπορεί το Saint Germain De Pres να είναι όμορφη περιοχή αλλά όταν το χιόνι καταφέρνει να ακολουθήσει 10 εναλλακτικές διαδρομές για να φτάσει από το γιακά στο μπόξερ σου το απολαυστικό τοπίο ξαφνικά χάνει το πρώτο πλάνο. Μπαίνω σε ένα καφέ κοντά στο Pont Neuf, το L' assignat (Rue Guenegaud 7). Με το που ανοίγω την πόρτα βλέπω τη σπασμένη φάτσα μιας γιαγιάς που καθόταν σε έναν καναπέ, λες και όλοι είχαν βγει να δείρουν Ρωμαίους και αυτή έπρεπε να προσέχει το φαί. Η γιαγιά με κοίταξε με τόσο πείσμα που είπα σχεδόν απολογητικά «Μια σοκολάτα σας παρακαλώ». «ΜΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ» φώναξε η γιαγιά και από την κουζίνα έσπευσε ο γιος της και η γυναίκα του, ενώ ο τύραννος παρέμεινε καθιστός. Μου σέρβιραν τη σοκολάτα και αφοσιώθηκα στον Landsdale όσο αυτοί έστρωναν τραπέζι για το γεύμα τους, όταν κάποια στιγμή το μάτι μου πήρε ένα κουτσό σκυλί αποτελούμενο κυρίως από τρίχες που είχε πλησιάσει το τραπέζι μου. Το κοίταξα περίεργος, το τράβηξα φωτογραφία με το κινητό και αυτό έπεσε στο πάτωμα περνώντας φρενετικά ένα πόδι του πάνω στην φάτσα του - για τα επόμενα είκοσι λεπτά. Στην αρχή πίστευα ότι είχε ψύλλους. Στη συνέχεια και αφού με κοίταζε, πίστεψα ότι είχα λερωθεί στην μύτη μου. Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήθελε να παίξουμε παντομίμα. Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο και μιας που εμένα δε μου ερχόταν στο μυαλό καμία ταινία, σηκώθηκε και άρχισε να γρατζουνάει την πόρτα. Ο γιος σηκώθηκε, του άνοιξε και ο κόπρος βγήκε στη βροχή. Μετά από 5 λεπτά, ένα άλλο, μικρότερο σκυλί, επίσης κουτσό ήρθε κοντά στο τραπέζι. Αποφάσισα ότι ήταν η ώρα να φύγω. Πλήρωσα την γιαγιά που φαίνεται ότι χειρίζεται τα οικονομικά και βγαίνοντας την ακούω να μου λέει «Kρατάτε την πόρτα ανοιχτή να μπει ο σκύλος;». Άνοιξα την πόρτα, μισός στο κρύο-μισός στη ζέστη και ο κόπρος σιγά σιγά μπήκε μέσα. Αν δεν είχε όλη τη φάτσα καλυμμένη από τρίχες θα έλεγα ότι το διασκέδαζε.
Σε μια στοά απέναντι από το Samaritaine, μια Ασιάτισα φαινόταν να έχει χαθεί. Με το αλάνθαστο σύστημα «Are you lost as well?» την γνωρίζω. Την λένε Amy και είναι Investment banker στο San Francisco. Πάμε για καφέ στον τελευταίο όροφο του Samaritaine όπου γνωρίζουμε έναν Βέλγο που ψάχνει Ταιλανδέζικο εστιατόριο. Μετά από έναν καφέ (αυτή), ένα γάλα με καραμέλα (εγώ) και ένα μάτσο βαρετές τυπικότητες φεύγουμε και επιστρέφουμε προς την Avenue Champs Elysees. Το περπάτημα είναι αρκετό αλλά δεν πειράζει. Η νύχτα έχει αρχίσει ήδη να πέφτει ενώ το χιόνι ποτέ δε σταμάτησε. Τα Champs Elysees είναι θεαματικά φωτισμένα και γεμάτα κόσμο. Μετά από την μεγάλη πορεία αποφασίζουμε να πάμε για φαγητό κάπου κοντά. Φιλέτο με πράσινο πιπέρι. Ποίημα. Και είναι ακόμα νωρίς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου