17.2.05

We'll always have Paris - μέρα 6η: This city is too small for both of us.

Σήμερα θα είναι άσχημη μέρα. Πολύ άσχημη. Τέρμα τα κρουασάν, οι ζεστές Παριζιάνικες σοκολάτες και τα «s il vous plait» από αγγελικές φωνές. Όταν θα έχει σκοτεινιάσει, θα είμαι πάλι σπίτι μου, το οποίο είναι πιο μικρό και από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Και κανείς δεν έρχεται να μου αφήσει καινούρια σαπουνάκια κάθε μέρα..

Ξυπνάω πολύ νωρίς, γύρω στις εξίμιση. Το ξέρω ότι δεν έχει νόημα μιας και τα περισσότερα πράγματα είναι ήδη στη βαλίτσα από το προηγούμενο βράδυ. Ο όρος control-freak είναι πολύ ήπιος για την περίπτωσή μου, αλλά η αγχωτική μου φύση επιμένει να μη μ'αφήνει ήσυχο, σαν spam mail. Σηκώνομαι και παραμερίζω την κουρτίνα. Είναι ακόμα σκοτάδι. Λογικό. Ξαναπέφτω στο κρεβάτι και ανοίγω την τηλεόραση. Κόντρα σε κάθε πιθανότητα, έχει κινούμενα σχέδια. Αναρωτιέμαι σε ποιους απευθύνονται. Στα 10χρονα που μόλις γύρισαν από τη νυχτερινή βάρδια; Σταματάω να κάνω βλακώδεις ερωτήσεις στον εαυτό μου και παρακολουθώ το επεισόδιο. Μια μεικτή ομάδα σουπερηρώων, που περιλαμβάνει X-Men, τον Σούπερμαν και άλλους κομπάρσους τα βάζει με ένα τσαντισμένο ζόμπι-bodybuilder. Δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται αλλά το ζόμπι δέρνει ανελέητα όποιον πλησιάζει και η αλήθεια είναι ότι ο αγώνας δεν είναι και πολύ δίκαιος μιας που 15 σουπερ τσόγλανοι πουλάνε νταηλίκι σε ένα (ΕΝΑ!) και μόνο αντίπαλο. Αποφασίζω να υποστηρίξω το ζόμπι. Φημισμένος για τις κακές επιλογές μου στη ζωή, παρακολουθώ τελικά τον άμοιρο ζωντανό νεκρό να υποκύπτει κάτω από τα προδοτικά χτυπήματα μιας φτερωτής πιπινοηρωίδας. Οι ήρωες του επόμενου καρτούν είναι επίσης σούπερ ήρωες-αυτή τη φορά ανήλικοι. Επειδή δεν είμαι ο Michael Jackson παρατάω την τηλεόραση και σηκώνομαι να κάνω μπάνιο. Το νερό μου ξεκαθαρίζει τις ιδέες, αρχίζω να συνθέτω το πρόγραμμα της ημέρας και χαρούμενος για την ενέργειά μου, που υπερισχύει προς το παρόν της μελαγχολίας, αποφασίζω να βουτήξω ένα σαπουνάκι.

Το σκηνικό έξω έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Η μέρα προβλέπεται καλή, πράγμα που με εκνευρίζει λίγο γιατί επί πέντε μέρες ήμουν αναγκασμένος να κινούμαι με έλκηθρα και να σκοτώνω τάρανδους για τροφή. Whatever. H ώρα έχει πάει οχτώ. Στις δέκα πρέπει να έχω αδειάσει το δωμάτιο αλλά δε θα δώσω σε κανέναν ρεσεψιονίστα τη χαρά να με διώξει. Αποφασίζω να φύγω νωρίτερα και να χαζέψω τριγύρω μέχρι τις 11, που έχω ραντεβού με τη Βίκυ (στο σταθμό του μετρό). Βγάζω στην άκρη τα ρούχα που θα φορέσω και κλείνω οριστικά τη βαλίτσα. Μετά από πέντε λεπτά την ξανανοίγω γιατί έχω ξεχάσει όλα όσα ήταν κρεμασμένα όλες αυτές τις μέρες στην ντουλάπα. Σκοτώνω λίγη ώρα ξαπλωμένος και με το Mp3 να παίζει ανελέητα σύγχρονα λαϊκά. Αν δεν είναι η σημερινή μέρα κατάλληλη για τραγούδια χωρισμού τότε δεν ξέρω ποια είναι;

Στις εννιάμιση σηκώνομαι με βαριά καρδιά. Τελευταίος έλεγχος και βγαίνω στο διάδρομο, που συνεχίζει να μυρίζει βραστό κρέας... Κατεβαίνω στο ισόγειο όπου η ευτραφής έγχρωμη υπάλληλος μυρίζεται ευρώ και προσπαθεί να γίνει όσο πιο ευγενική γίνεται. Αρχίζει να με ρωτάει αν έχω ξανάρθει στο Παρίσι και αν είναι η πρώτη μου φορά στο ξενοδοχείο-για ένα δευτερόλεπτο πιστεύω ότι μόλις έχω φτάσει και ο εγκέφαλός μου κάνει ένα απολαυστικό ντους στις ενδορφίνες. Τον βγάζω από το μπάνιο άτσαλα, μιας και τα χαρτονομίσματα που αφήνω στην παλάμη της μαύρης κυρίας μου διαλύουν κάθε αμφιβολία. Σκέφτομαι αν πρέπει να τους πω τίποτα για το βραστό κρέας αλλά φοβάμαι μήπως τα παράπονα χρεώνονται παραπάνω. Χαιρετώ ευγενικά και με πλατύ χαμόγελο και βγαίνω στο δρόμο.

Κάτι έχω κάνει λάθος. Ή κουβαλάω ένα τεμαχισμένο πτώμα στις αποσκευές μου ή τα 5 σουβενίρ που αγόρασα συνολικά έχουν άπειρη μάζα-η καταραμένη βαλίτσα είναι ασήκωτη. Αποκλείεται να μπορέσω να τριγυρίσω και πολύ, είναι σαν να έχω αναλάβει το babysitting ενός μικρού ρινόκερου ο οποίος έχει πεισμώσει και πρέπει να τον σέρνω. Τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά-με βαριά καρδιά παίρνω την απόφαση να πάω κατευθείαν στο μετρό και να περιμένω τη Βίκυ. Όπως είναι λογικό, το μετρό είναι άδειο. Ψάχνω ψιλά για να πάρω ένα χυμό από το αυτόματο μηχάνημα αλλά στην τσέπη μου δεν έχω ούτε ένα κέρμα. Καταραμένη φιλανθρωπία. Αυτή τη στιγμή, ακόμα και ο ράπερ-παρατράγουδο με το φορητό ηχοσύστημα θα ήταν μια κάποια ανακούφιση. Το πιστό μου mp3 δίνει και πάλι τη λύση. Έχω σχεδόν ηρεμήσει όταν μια 70χρονη γριά, τυλιγμένη σε πολύχρωμα κουρέλια και τσεμπέρι-Capella Sistina, κάθεται δίπλα μου και η μυρωδιά της αρπάζει βάναυσα τη γαλήνη μου, την σπρώχνει σε ένα αδιέξοδο, την βιάζει και της κλέβει το πορτοφόλι. Είναι κάτι το εξωπραγματικό, σαν ζωολογικός κήπος το κατακαλόκαιρο, με λειψυδρία, τους υπαλλήλους να απεργούν και τους ελέφαντες με διάρροια. Αλλάζω κάθισμα, αλλά είναι ανώφελο. Η στάση είναι γεμάτη με τσιγγάνους, που οργανώνουν τις αποστολές ζητιανιάς της ημέρας. Πιάνω καχύποπτος μια γωνία και με το βλέμμα μου κάνω σαφές ότι θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου (πράγμα που δεν είναι αλήθεια, διότι είμαι κότα).

Η Βίκυ είναι ακριβής στο ραντεβού της και μου υπόσχεται βόλτα στη Μονμάρτρη. Ο ιπποπόταμος δεν συμφωνεί αλλά σήμερα κάνω κουμάντο εγώ. Με μεγάλο ζόρι, ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες και κόντρα σκάλες (έχω την εντύπωση ότι η Βίκυ το κάνει επίτηδες), αλλάζουμε γραμμές και βαγόνια βγαίνοντας τελικά στη Μονμάρτρη. Ο καλός καιρός έχει βελτιώσει σημαντικά τα πράγματα. και ο κόσμος έχει γεμίσει τα δρομάκια, ενώ το παρκάκι κάτω από τη Sacre Coeur είναι γεμάτο κόσμο. Ανηφορίζοντας αρκετά φτάνουμε στο μέρος που είχε στο μυαλό της η Βίκυ. Cafe "Le progres" .Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερα προηγμένο βέβαια, αλλά απ την άλλη ένας που λέγεται «θεόδωρος» δε θα 'πρεπε να τολμά να κατακρίνει τα ονόματα του κόσμου. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι, λίγο στριμωγμένα είναι αλήθεια, και μια 70χρονη τσατσά -με μακιγιάζ 20χρονης- έρχεται για παραγγελία. Από λεπτό σε λεπτό περιμένω να μας φέρει και τον κατάλογο με τις σεξουαλικές υπηρεσίες. Αντιθέτως, η τσατσά παίρνει τις παραγγελίες και ελισσόμενη ανάμεσα στα τραπέζια μας αποκαλύπτει το πίσω μέρος της μπλούζας που φοράει-το οποίο είναι σκισμένο σε τέσσερις παράλληλες γραμμές. Το θέαμα είναι εμετικό και κωμικό ταυτόχρονα-παρόλα αυτά μου φαίνεται ότι μια σόδα θα την χρειαστώ. Αφού τρώμε ότι και αν είναι αυτό που παραγγείλαμε (η Βίκυ τρώει μια φέτα ψωμί, με λιωμένο τυρί και ένα αυγό μάτι για καπέλο), κλείνουμε και με ένα γλυκό το οποίο μας σερβίρει φυσικά η 70χρονη cat woman. Λίγο πριν το τελειώσουμε, κάθονται στο διπλανό τραπέζι πέντε νεαρές κοπέλες, που επαναπροσδιορίζουν τον όρο «τσούλα». Αν η πουτανιά ήταν καύσιμο, τότε το Cafe le Progres θα είχε χτυπήσει ταχύτητα φωτός και θα ταξίδευε πίσω στο χρόνο, όταν η τσατσά ονειρευόταν μια καριέρα στη σόου μπίζνες, πριν της επιτεθεί η βαρύτητα. Πληρώνουμε και βγαίνουμε στον αναζωογονητικό αέρα. Η Bίκυ επιμένει να πάμε για καφέ σε ένα μέρος που ξέρει, δελεάζοντάς με με την πληροφορία ότι σε εκείνα τα μέρη η Αmelie πέταγε πετρούλες σε ένα ποτάμι. Ξεπουλήθηκα ήδη.

Κατευθυνόμαστε και πάλι στο μετρό (η Βίκυ μου δείχνει και τον Έλληνα καστανά που έχει το στέκι του εκεί κοντά) και μετά από ένα τεταρτάκι, στη διάρκεια του οποίου συζητάμε για την γοητεία των κακόφημων περιοχών του Παρισιού (Βίκυ πως και ξέρεις τόσα;!) φτάνουμε στο περιβόητο ποταμάκι και τη σειρά από γεφυρούλες από τις οποίες η Audrey επιτιθόταν στα νερά. Δεν ξέρω καν ποια από όλες είναι αλλά δεν πειράζει. Dalai was here. Εκεί όπου ο Dalai wasn't είναι το Cafe Prunes, που είναι γεμάτο πέρα από κάθε φαντασία, και απογοητευμένοι περνάμε στην απέναντι πλευρά του ποταμού, και μπαίνουμε ουσιαστικά στο πρώτο καφέ που βρίσκουμε. Το περιβάλλον είναι πολύ όμορφο και γραφικό-και εγώ, επίσης γραφικός, προσπαθώ να τραβήξω φωτογραφία ένα μικρό που έχει πασαλειφτεί με σοκολάτα στην απόπειρα να φάει ένα προφιτερόλ.

Η ώρα περνάει ευχάριστα αλλά το θέμα είναι ακριβώς αυτό... ότι περνάει. Το άγχος της αναχώρησης αρχίζει να με πιάνει και είναι ώρα να βαδίσω κατά Gare de Lyon. Κανα εικοσάλεπτο, και μια περίεργη ερώτηση της Βίκυς σχετικά με τους πάτους των κινέζικων ποτηριών, αργότερα είμαστε εκεί. Εφοδιάζομαι με μια μπαγκέτα, ένα κομμάτι από το αγαπημένο γλυκό της πρώτης μέρας και ένα μπουκάλι νερό, και με βήμα μελλοθάνατου βαδίζω προς το TGV. Aκόμα και η μυρωδιά από τα καύσιμα του τραίνου μου φαίνεται καλύτερη σε αυτή την πόλη. Αποχαιρετώ τη Βίκυ και ανεβαίνω στο τραίνο. Δεν έχω καθόλου καλή διάθεση και ελπίζω να μη χρειαστεί να μονομαχήσω για τη θέση που είναι γραμμένη στο εισιτήριο μου. Τελικά, κάθομαι δίπλα σε έναν μεσοανατολίτη τύπου, που μοιάζει εκπληκτικά στον Freddie Mercury. Μου ζητάει έναν στυλό για να γράψει κάτι και ενστικτωδώς τον βάζει στο στόμα του. Αρχίζω να πείθομαι ότι όντως είναι ο Mercury. Εν τω μεταξύ, το τρένο ξεκινάει αργά και εγώ μένω με μια μόνο σκέψη: To σαπουνάκι το πήρα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: