12.2.05

We'll always have Paris - μέρα 1η: κάτι παράξενο συμβαίνει στο ντράιβ-ιν Όρμπιτ

Ξεκινάω με πείσμα και καλή διάθεση για την γαλλική πρωτεύουσα, πόλη μπαγκέτας και κρουασάν, φωτός και τέχνης, κρασιού, τυριού και creme brouille. Κρύο και ψιλόχιονο σημαδεύουν την αποχώρησή μου από μια πόλη που δε γουστάρω αλλά στην οποία δυστυχώς πρέπει να επιστρέψω, σαν να είναι μπαζογκόμενα που έχω αφήσει έγκυο. Το TGV εμφανίζεται τεμπέλικα στον ορίζοντα, σαν παραφαγωμένο σκουλήκι, και η πόρτα του βαγονιού 7 ανοίγει ακριβώς μπροστά μου. Μπαίνω σέρνοντας με κόπο τη βαλίτσα μου και με ακόμα πιο πολύ κόπο τον εαυτό μου που νιώθει καταπονημένος. και με το δίκιο του δηλαδή μιας και έχει ξυπνήσει στις 6:00.

Στη θέση που δικαιωματικά μου ανήκει κάθεται μια τσιγγάνα, η οποία αρνείται να σηκωθεί. Προσπαθώ να της δώσω να καταλάβει ότι το εισιτήριο της γράφει βαγόνι 6 και θέση 21 ενώ κάθεται στην θέση 31 του βαγονιού 7 και ότι κάτι τέτοιες λεπτομέρειες όπως το «6 διάφορο του 7» κάνουν τα μαθηματικά τόσο πλάκα και τους δορυφόρους να μην πέφτουν. Δεν φαίνεται να αντιδρά αλλά με κοιτάει με ένα χρυσαφί σαρδόνιο χαμόγελο. Ένας από τους κανόνες που με έχουν κρατήσει ζωντανό ως τώρα είναι ότι δεν τσακώνομαι με άτομα που έχουν περισσότερα χρυσά δόντια από όσα έχω δάχτυλα, οπότε αποδέχομαι την ήττα μου και κάθομαι στην άδεια θέση, απέναντί της. Το τελευταίο που θέλω είναι να με καταραστεί και να βλέπω το Παρίσι σαν Λάρισα. Βγάζω το mp3 player (ένας πραγματικός σοφός δεν αποφεύγει την τεχνολογία αλλά τη δαμάζει) και πατάω Play, οδηγώντας ένα κύμα Πλούταρχου στα ακουστικά κέντρα του εγκεφάλου μου. Το τρένο έχει ήδη ξεκινήσει και για να αποφύγω το διαβολικό βλέμμα της τσιγγάνας αρχίζω να διαβάζω το Drive In, του Joe Landsdale.

Στα σύνορα, η Γαλλική αστυνομία εισβάλλει χωρίς τρόπους αναγκάζοντάς με να κόψω απότομα την σπουδή στον πόνο του χωρισμού που λέγεται «Μήπως σου ζήτησα πολλά». Περιέργως δεν ξέρουν ποιος είμαι ακόμα και όταν δείχνω την κάρτα του cine.gr (η οποία γράφει Ιωσήφ Πρωιμάκης - κινηματογραφικός συντάκτης) και απαιτούν τα στοιχεία μου. Τους δίνω το διαβατήριο μου και ενώ ο μπάτσος-βοοειδές πασχίζει να βρει τη σελίδα με τη φωτογραφία μου προσπαθώ να τον βοηθήσω να γλιτώσει χρόνο λέγοντάς του ότι είναι στο τέλος-και εκείνος μου απαντάει με ένα νευρικό βλέμμα, λέγοντας μου να σωπάσω και να καθίσω κάτω. Ακολουθώ τη συμβουλή του-άλλωστε τον χρόνο που θα κέρδιζε μάλλον θα τον περνούσε σε ένα γραφείο με το δάχτυλο στη μύτη ή κάτι παρόμοιο. Ο Κλουζώ βγάζει έναν μικρό μεγεθυντικό φακό και αρχίζει να εξετάζει τη φωτογραφία μου, λες και θέλει να δει πόσα καράτια είναι. Έχει αφοσιωθεί τόσο πολύ που σκέφτομαι να του προσφέρω ένα αυτόγραφο. Αφού δεν βγάζει νόημα, φωνάζει έναν ανώτερό του και κοιτάει και αυτός τη φωτογραφία, αυγατίζοντας κατά ένα το περιστασιακό fan club μου. Λένε κάτι που δεν πιάνω και συνεχίζουν την έρευνα, βγάζοντας μια λάμπα με ένα ασθενικό μωβ φως και λούζοντας με αυτό την άμοιρη σελίδα. Μετά από ένα δεκάλεπτο και τη στιγμή που περιμένω να φέρουν ντόμπερμαν να το μυρίσει, μου επιστρέφουν το διαβατήριο, πεπεισμένοι ότι δεν μεταφέρω πλουτώνιο. Αυτή τη φορά είναι η σειρά μου να γελάσω - τα βόδια δεν κατάλαβαν καν ότι το διαβατήριο έχει λήξει εδώ και 2 χρόνια.

Περνώντας από χιονισμένα τοπία και συμπαθητικά Γαλλικά χωριά οι ώρες περνούν, και το Παρίσι πλησιάζει πιο κοντά μου (σύμφωνα με την νέα θεωρία μου ότι εγώ μένω ακίνητος και όλα κινούνται γύρω μου). Η βουκολική φύση αρχίζει να παραδίδει τη θέση της στην παριζιάνικη περιφέρεια και η αγωνία μου έχει φτάσει στο κατακόρυφο - σαν να βαδίζω προς το πιο σημαντικό ραντεβού στα τυφλά. Το TGV κόβει ταχύτητα και μπαίνει με χάρη στην Gare De Lyon. Οι πόρτες ανοίγουν και ο Δαλάι είναι ελεύθερος. Πρώτο μου μέλημα μια κάρτα του μετρό. Ανακαλύπτω το γραφείο που τις πουλάει και για το ευτελές αντίτιμο των 15 ευρώ (και μιας φωτογραφίας) έχω το pass που θα μου επιτρέψει να οργιάσω στο Παριζιάνικο υπέδαφος.

Ξέρω ήδη τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσω για το ξενοδοχείο και βαδίζω με αποφασιστικό βλέμμα προς το μετρό, για να κρύψω το γεγονός ότι είμαι ένας αστοιχείωτος τουρίστας. Η κάλυψη δεν πιάνει γιατί ουσιαστικά κάνω γύρους και καταλήγω πάλι ντροπιασμένος στην αρχή. Αυτή τη φορά με περισσότερη ψυχραιμία ακολουθώ τις πινακίδες και φτάνω στην γραμμή που με βολεύει (γραμμή 1) . Παρατηρώ σαν χαζός τις αφίσες για επερχόμενες συναυλίες (κάποιος Louis Bertignac και κάποιοι De Rien) και μπαίνω καχύποπτα στο πρώτο τρένο, έχοντας την εντύπωση ότι όλοι περνούν από ακτινογραφία τις τσέπες μου. Υιοθετώ την Ναπολεόντεια στάση. Κατεβαίνω στην στάση Charles De Gaulle όπου και αλλάζω γραμμή για να καταλήξω στη στάση Villiers. Βγαίνω πάλι στην επιφάνεια, σαν περίεργος αρουραίος. Δεν έχω ιδέα που πρέπει να πάω, οπότε ανοίγω το χάρτη. Ένας βορειοαφρικάνος με πλησιάζει για να μου ζητήσει πληροφορίες και εγώ του παραδίδω το χάρτη για να βγάλει άκρη μόνος του. Με ευχαριστεί και εγώ περνάω τα επόμενα 2 λεπτά μετρώντας πορτοφόλια, αποσκευές και νεφρά. Συνειδητοποιώ ότι είμαι πιο παρανοϊκός από όσο πρέπει και βαδίζω προς την Rue De Levis, όπου ένα μπαράζ από μυρωδιές κάνουν τα μάτια μου να δακρύσουν: Το παζάρι που βλέπω έχει τα πάντα, από κρουασάν έως ρύζι με κάρυ και από φρούτα έως κοτόπουλο ψητό. Ανοίγω δρόμο ανάμεσα στις παραφορτωμένες γιαγιάδες και μετά από λίγα μέτρα βρίσκω την Rue Lebouteux και το ξενοδοχείο μου. Η καμαριέρα μοιάζει με την Serena Williams.

Βγαίνω χωρίς να χάσω χρόνο και πιο άνετος πλέον βρίσκω γρήγορα το δρόμο μου για την Αψίδα του Θριάμβου (η οποία σύμφωνα με τον οδηγό δεν έχει φτιαχτεί για μένα). Αν και κάνει κρύο ο ήλιος επιμένει, πράγμα που κάνει τις συνθήκες ιδανικές για φωτογραφίες. Αφού ανταλλάσσω χάρες με τους Ασιάτες τουρίστες ("Ι take a picture of you, you take a picture of me".) κατηφορίζω την Αvenue des Champs Elysees, μια λεωφόρο της οποία το πεζοδρόμιο και μόνο είναι πλατύ σαν ελληνικός δρόμος τεσσάρων λωρίδων. Η χλιδή με κάνει να νιώθω άβολα. Κρίνοντας από τις τιμές, για να μπεις στα περισσότερα μαγαζιά πρέπει να κάνεις επιτόπου ένα παιδί και να το μοσχοπουλήσεις σε ένα άτεκνο ζευγάρι. Αποφασίζω να αφήσω τα υπόλοιπα Ηλύσια πεδία για την επόμενη μέρα και αλλάζω κατεύθυνση, προς Πύργο του Άιφελ.

Ο πύργος είναι εντυπωσιακός. Χωρίς να χάσω χρόνο μπαίνω στην ουρά και με 10.70 ευρώ παίρνω ένα εισιτήριο για την κορυφή. Το ασανσέρ είναι πήχτρα (και ο χειριστής του μου μοιάζει). Η ανάβαση είναι σχετικά γρήγορη αλλά στον δεύτερο όροφο πρέπει να βγούμε όλοι και να αλλάξουμε ανελκυστήρα, για να ξεχωρίσουν οι αμνοί από τα ερίφια. Φτάνουμε στον τρίτο όροφο και η πανοραμική θέα είναι όλα τα λεφτά. Περπατάω γύρω γύρω στο στενό δωμάτιο αλλά οι πανοραμικές φωτογραφίες στις οποίες είναι σημειωμένα τα αξιοθέατα έχουν μπλοκαριστεί από γιαγιάδες μάχονται να εξασφαλίσουν μια καλύτερη θέα στα εγγόνια τους. Αποφασίζω να κατέβω στο δεύτερο επίπεδο, στον ανοιχτό αέρα. Κάνει ψοφόκρυο και εγώ είμαι ντυμένος ελαφριά αλλά επιμένω. Συνεχίζω να ζητάω από Κορεάτες, Άγγλους και Πολωνούς τουρίστες να με βγάλουν φωτογραφίες όταν κάποια στιγμή ακούω δίπλα μου «πωωωω,μαλάκαααα». Γυρίζω και βλέπω ένα γκρουπ από 5 Ελληνάρες που κοιτάζουν γύρω γύρω με τον τρόπο που ένα ορφανό από την Αφρική θα κοίταζε ένα banana split. «Καλώς τα παιδιά» λέω για να λάβω τον χαιρετισμό «Ωπ, πατριωτάκι;».Kάτι τέτοιες στιγμές νιώθω την ανάγκη να απαντήσω «No, not really. I m Mexican. Just joking» αλλά τους λέω το προφανές: «Ναι». Το υπερενθουσιώδες γκρουπ αρχίζει να μου λέει ότι είναι από τη Ρόδο, ότι κάνει τον γύρο της Ευρώπης, ότι έρχεται από Βέλγιο και ότι θα φύγει για Λονδίνο, πληροφορίες που με κάνουν να τους πω «Καλά, και τι μου το λέτε;». Ο πιο διαννοούμενος του γκρουπ έχει μια απορία: «Πωπω ρε μάγκα, πως το φτιάξανε αυτό το πράμα; Δηλαδή, που κάθονταν ρε παιδί μου οι εργάτες, δεν μπορώ να το καταλάβω καν». «Στην Ρόδο έχετε διώροφα;» του λέω. «Ναι» μου απαντάει. «Ε, όπως φτιάχνουν τα διώροφα» συνεχίζω, «μόνο που μετά τον δεύτερο συνεχίζεις να χτίζεις».Την ίδια στιγμή ένας νεαρότερος εντοπίζει τα κυάλια (που παίρνουν 1 και 2 ευρώ συν τοις άλλοις) και αναφωνεί «Μαλάκα, μαλάκα, πάμε στα μικροσκόπια». Αποφασίζω να επιστρέψω τον οδηγό στον εκδοτικό οίκο: Παρέλειψαν να γράψουν ότι στον Πύργο του Άιφελ κάνουν και βιοψίες. Η πίστη μου στο ανθρώπινο είδος αρχίζει να μειώνεται. Αποφασίζω να κατέβω τον Πύργο με τα πόδια. Σημαντικό λάθος. Έχει αρχίσει να πέφτει το σούρουπο και έχω ψιλοχαθεί γιατί, πεισματωμένος, δεν θέλω να με οδηγεί ο χάρτης. Δεν έχω καταλάβει σε ποια περιοχή βρίσκομαι, αλλά η ανησυχία εξαφανίζεται όπως η κοιλιά μου όταν περνάω δίπλα από όμορφα κορίτσια: Βρίσκομαι μπροστά από έναν θεαματικό φούρνο, με τις μπαγκέτες στη σειρά σαν μπαλαρίνες του Moulin Rouge. Μπαίνω δειλά και μιας που δεν ξέρω τι να πω, δείχνω μια μπαγκέτα με κοτόπουλο .αλλά μάλλον δεν σημάδεψα καλά γιατί η δεσποινίδα μου τυλίγει ένα κομμάτι κέικ. Αφού της τραβήξω την προσοχή λέγοντας "no, no", της λέω «je voudrais la baguette». Φεύγω πανευτυχής με μια μπαγκέτα prosciutto crudo-τυρί. I m king of the world.

Ξαναπερνάω από τα Champs Elysees και παίρνω το μετρό για το ξενοδοχείο. Θέλω να κοιμηθώ-αλλά όχι πριν φάω γλυκό. Αγοράζω ένα κομμάτι από ένα μυστήριο γλυκό από το La Brioche Doree στην Rue de Levis και ανεβαίνω στο δωμάτιο. Αράζω στο διπλό κρεβάτι, ανοίγω τηλεόραση και δοκιμάζω το γλυκό. Ένας μεγάλος έρωτας γεννιέται.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μα τι ωραία πράγματα που έχει το Παρίσι!!!
Και πόσο γλαφυρά τα περιγράφεις...

Τώρα εξηγείται γιατί πολλοί το έχουν θεοποιήσει και μέχρι που πάνε ταξίδι του μέλιτος στο Παρίσι θα έχει πολλά μέλια φαίνεται και πάνε κι αυτοί για να γλείψουν...
και να κολλήσουν και το μικρόβιο του έρωτα!!! χα..χα...να 'σαι καλά πάντα!!!